Ένας καλός φίλος της στήλης μου έστειλε δύο παιδικά διηγήματα που έγραψε.... παίζοντας. Επειδή "κάνουν" και γιά μεγάλα παιδιά τα αναρτώ, ένα- ένα.
διήγημα
- Παππού, τι θα πει
μοναξιά;
Ο μικρός
Φοίβος αιφνιδίασε και πάλι τον γέρο παππού του. Εκείνος άφησε το βλέμμα του να
πλανηθεί πέρα από την κατάφυτη πλαγιά, πέρα κι από τον πράσινο κάμπο και να
φτάσει ίσαμε τη θάλασσα. Κι αν βοήθαγαν η αδυνατισμένη απ’ τα χρόνια ματιά του
κι η καμπυλότητα της Γης, θα την έστελνε ακόμη μακρύτερα. Να ξεπεράσει τον πόνο
και το μαράζι που του άφησε, κοντά οχτώ χρόνια πάνε, ο χαμός της «γριάς» του.
Της πολυαγαπημένης του Νιόβης, της γυναίκας του. Λίγους μόνο μήνες μετά που
ήρθε στον κόσμο ο Φοίβος. Το μονάκριβο απομεινάρι μιάς οικογένειας έξι
ανθρώπων, που μόλις πρόλαβε κι αυτή να κανακέψει γιά λίγο στην αγκαλιά της,
πριν κινήσει να συναντήσει την κόρη τους τη Μυρσίνη, που πέθανε από σηψαιμία και
ιατρικό λάθος πάνω στη γέννα.
Σαρανταδύο χρόνια
δεν κούνησε ρούπι ο ένας απ’ τον άλλο, αφ’ ότου, νεαρό παλικαράκι αυτός κι
άβγαλτη κορασίδα εκείνη τους έριξε ο Θεός, τον ένα πάνω στον άλλο, γιά μην
χωρίσουν, έκτοτε, ποτέ. Μέχρις ότου ο Ίδιος με τις άγνωστες βουλές Του πήρε
αυτή στον ουρανό κι έστειλε εκείνον στο βουνό, να παριστάνει έναν σύγχρονο
Προφήτη Ηλία. Αποτραβηγμένο από τα εγκόσμια και βουτηγμένο στις σκέψεις και τη
νοσταλγία μιάς ευτυχισμένης ζωής και μιάς επιτυχημένης καριέρας. Διυλισμένες κι οι
δυό μέσα στη ματαιότητα των γήινων και το αστραπιαίο διάβα του χρόνου. Μιάς
ματαιότητος που φαίνεται καθαρά, όταν κοιτάζεις προς τα πίσω.
Ένα μικρό εξοχικό, πάνω σ’ ένα
διάσελο, ανάμεσα σε δυό αντικριστές κορυφές του δίνει την εντύπωση πως
βρίσκεται πιό κοντά της. Να μιά δρασκελιά δρόμο από τ’ αστέρια που τις ξάστερες
νύχτες χαμηλώνουν να τον χαιρετίσουν. Έτσι κάνεις και τα ’πιασες! Ένα
υψόμετρο που του εξασφαλίζει ηρεμία κι απομόνωση στην απλή καθημερινότητα και
μιά ψευδαίσθηση πως θα συντομέψει το χρόνο της συνάντησής του με την καλή του
τη Νιόβη, όταν σημάνει κι εκείνου η καμπάνα.
Ένα μικρό χωραφάκι
κι ένα πελώριο δάσος κρατούν τις ώρες του γερο Μηνά και του τις δίνουν,
λίγες-λίγες, κάθε μέρα, γιά να τις σκορπίζει παραγωγικά στη γη, που κι αυτή τον
ανταμείβει, μάνα ευγνωμονούσα, προσφέροντάς του τα λίγα κι απαραίτητα
ζαρζαβατικά, που ο πάντοτε λιτοδίαιτος Μηνάς χρειάζεται γιά να ζήσει. Έτσι που
η μέση σύνταξη, προϊόν και αποτέλεσμα αδιάκοπης και σκληρής δουλειάς, να του
φτάνει και περισσεύει γιά να περάσει με αξιοπρέπεια το γέρμα, όπως γινόταν και
με την εργασία του στο μεσουράνημα της ακμής του. Η πλησιέστερη κωμόπολη του
προμηθεύει ό,τι χρειάζεται. Μαζί και την κυρά Φρόσω, μιά μπρατσωμένη κι
αεικίνητη διαβολογυναίκα που, μιά φορά την εβδομάδα και σε πέντε ώρες, κάνει το
σπίτι λουστρίνι και την μικρή γκαρνταρόμπα του αστραφτερή σαν καινούργια.
Δόξα τω Θεώ, δεν
του λείπει τίποτε κι από υγεία πάει μιά χαρά. Ένα φαρμακείο του εξασφαλίζει
ό,τι μικροχάπι χρειαστεί. Κάτι ασπιρίνες και ντεπόν δηλαδή, και το μικρό
πρόχειρο ιατρείο με τη γλυκιά Ελπίδα, τη γιατρίνα που κάνει το αγροτικό της,
παραμένει πάντοτε μιά σίγουρη καβάτζα, αν, ο μη γένοιτο, του στείλει κάτι η κακιά
ώρα.
- Ελπίδα, ελπίζω να σ’ απελπίσω στο…
περίμενε! Την πείραζε όταν
συναντιόντουσαν τις σπάνιες αλλά τακτικές
φορές, που κατέβαινε
γιά προμήθειες
- Αυτό ελπίζω κι εγώ κύριε Μηνά,
του απαντούσε γελαστή κι εκείνη. Και το εύχομαι από καρδιάς.
*
- Ε΄, παππού ξύπνα, κάτι
σε ρώτησα, επανέλαβε ο μικρός διακόπτοντας την ονειροπόληση του γέρου.
- Ναι παιδί μου,
αυτό σκεπτόμουν κι εγώ. Σκεπτόμουν γιά να σου απαντήσω. Μοναξιά είναι αυτό που
νοιώθω τώρα, αυτό που νοιώθω χρόνια.
- Μα παππού τώρα
είμαι μαζί σου, πως λες ότι είσαι μόνος;
- Δεν έχει σημασία
αγόρι μου. Δεν έχει καμία σημασία. Η μοναξιά βρίσκεται μέσα σου και μπορεί να
υπάρχει ακόμη κι αν βρίσκεσαι σ’ ένα στάδιο με χιλιάδες κόσμο γύρω, σε μιά
πυκνή διαδήλωση ή πατικωμένος σ’ ένα λεωφορείο. Τη μοναξιά τη γεννά το μυαλό και την
κουβαλά η ψυχή σου. Και την αισθάνεσαι μόνο όταν και αν θέλεις. Δεν σ’ ενοχλεί,
παρά μονάχα αν δεν μπορείς να φιλιώσεις μαζί της. Κατάλαβες παιδί μου;
Στο μικρό Φοίβο όλα
αυτά του φάνηκαν λίγο μπερδεμένα, όμως σε κάποια γωνιά του μυαλού του νόμισε
πως βρήκε μιά μικρή άκρη νήματος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να ξεμπερδέψει
το κουβάρι των σκέψεων του παππού. Όπως γινόταν πάντα, αφού ο παππούς του λίγα
έλεγε και πολλά εννοούσε. Ο Φοίβος ήταν έξυπνο παιδί κι είχε πολύ συγκροτημένη
σκέψη. Έτσι πάρα πολλά τα έπιανε με την πρώτη και μόνο τα πιό στρυφνά, τα πιό
μπλεγμένα και πιό δύσκολα, τα πέρναγε… επανάληψη με τον παππού!
Η περίεργη ορφάνια,
γνωρίζοντας γιά μάνα την αδελφή της μάνας του, τον πατέρα να βολοδέρνει στις
θάλασσες, εμφανιζόμενος σαν κομήτης, γιά να χαθεί πάλι, η μόνη πατρική αίσθηση
είχε εναποτεθεί στον θείο Σταύρο, τον άντρα της «μαμάς» Ισμήνης, όπως
αποκαλούσε τη θειά του. Καλά όλα αυτά και σου δίνουν ένα αίσθημα σιγουριάς κι
ασφάλειας, όμως στο βάθος τους σου αφήνουν κι ένα μικρό… «δεν». Κι αυτό το
«δεν», τράβαγε απότομα τον μικρό Φοίβο προς την ωριμότητα. Ο παππούς Μηνάς,
(τον άλλον παππού ούτε τον γνώρισε ποτέ, ούτε κι άκουσε κουβέντα γι’ αυτόν),
ήταν ένας ακόμη δυνατός ελκυστήρας. Ίσως ο δυνατότερος. Γι’ αυτό κι ο μικρός
λάτρευε τον παππού Μηνά και με κάθε ευκαιρία, κυρίως σε σχολικές διακοπές,
έτρεχε κοντά του. Να μοιραστούν ποτίσματα, σκαλίσματα στον μπαξέ και μακρινούς
περιπάτους στο δάσος, αλλά, κυρίως, να μάθει απ’ αυτόν. Ο παππούς του ήξερε τα
πάντα, του απαντούσε σε κάθε του ερώτηση και του ξεδιάλυνε την κάθε του απορία,
κάνοντας τον, συνάμα, να σκέφτεται. Ναι, του άρεσε πάρα πολύ του μικρού η
συντροφιά του παππού, αφού του άνοιγε τη μαγική πόρτα της γνώσης.
Αλλά και του γέρου
του άρεσε η παρέα του παιδιού. Τη λαχταρούσε και την πρόσμενε με κρυφή
αδημονία. Μιά ευχάριστη προσθήκη στη μόνη και μόνιμη συντροφιά του, αυτή του
Άργου, του πιστού του σκύλου και της Ζιζέλ, της ναζιάρας και χαδιάρας ψιψίνας,
κολλητής φίλης του Άργου, που τα βράδια κοιμoύνται σφιχταγκαλιασμένα, κι ας
λένε ό,τι θέλουν γιά παροιμιώδη έχθρα σκύλου και γάτας. Αυτές ήσαν και οι
μοναδικές κι αγαπημένες έμψυχες παρουσίες στο σπίτι, το οποίο
γέμιζε μιά μικρή βιβλιοθήκη, ο μόνος πραγματικός θησαυρός που συσσώρευε
όλη του τη ζωή, μία σειρά άλμπουμ με φωτογραφίες που κρατούν κλειδωμένες τις
αναμνήσεις του κι η αγαπημένη του δισκοθήκη με το μικρό στερεοφωνικό που,
ξεφωνίζοντας στη διαπασών, έμαθε στις ντομάτες και τ’ αγγούρια όλες τις σονάτες
του Μπετόβεν και τα κοντσέρτα του Μότσαρτ και έκανε τα κοτσύφια και τ’ αηδόνια
την άνοιξη να σιωπούν ευλαβούμενα! Και να δεις
που τα αφιλότιμα
τα λαχανικά καταλαβαίνουν κι αυτά από μουσική, κρίνοντας από
την παραγωγή που του δίνουν, ευχαριστημένα!
Α΄ ναι, ξέχασα,
υπάρχει κι η τηλεόραση. Αυτή όμως δεν την πολυνοιάζεται ο γέρος και ίσα που την
ανοίγει, αραιά και που, μόνο γιά να μαθαίνει κανένα νέο. Πιό πολύ από συνήθεια
παρά από ενδιαφέρον, αφού γι’ αυτόν το ρολόι της ζωής έχει σταματήσει στην ώρα
που έφυγε η Νιόβη. Από εκεί και πέρα, όλα τα ρολόγια του κόσμου δουλεύουν
ανάποδα γι’ αυτόν. Κι ό,τι πάει εμπρός, του είναι αδιάφορο.
Ένα μικρό,
τοσοδούλι, κινητό τηλέφωνο αποτελεί τον μόνο ομφάλιο λώρο που τον κρατά δεμένο
με την οικογένεια. Όση περίσσεψε, τέλος πάντων, κι από δαύτη.
Αυτό του
ανακοινώνει ό,τι ευτυχέστερο νέο μπορεί ν’ ακούσει πλέον στη ζωή του. Την
έλευση του εγγονού του, του Φοίβου. Του αεικίνητου μικρού διαβολάκου που με
κάθε ευκαιρία του φέρνει αναστάτωση στη ζωή και ζωή στη μονίμως ανάστατη ψυχή
του. Ένα περίεργο κράμα καταλαγής κι εγρήγορσης, αφού ο μικρός, με μυαλό
σφουγγάρι και με αφοπλιστική αφέλεια, του υποβάλλει συνεχώς ερωτήσεις που τον
αιφνιδιάζουν, τον καθηλώνουν, τον προβληματίζουν και τον κάνουν να σκέπτεται.
Ένας μικρός
περίπατος με τον μικρό Φοίβο στο δάσος ισοδυναμεί με έναν μεγάλο στην
περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη ή, τουλάχιστον, μ’ ένα απογευματινό μάθημα σε
βουδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ, στο Ντρέπουνγκ ας πούμε, όπου ο μαθητής
βομβαρδίζει με ερωτήσεις το δάσκαλο, προσπαθώντας να του «αρπάξει» γνώσεις και
να ανιχνεύσει τα μυστικά του σύμπαντος!
- Τι είναι το χάος,
παππού;
- Αγόρι μου.......,
τι σκέφτηκες! ο γέρος μένει άφωνος.
Πώς να εξηγήσεις σ’
ένα μικρό παιδί αυτό που χιλιάδες χρόνια ψάχνουν όλοι οι σοφοί και όλοι οι
επιστήμονες του κόσμου. Πώς να χωρέσει ένα παιδικό μυαλό, όσο έξυπνο κι αν
είναι, έννοιες όπως το διάστημα, το απόλυτο κενό, ο απροσμέτρητος χώρος,
το άπειρο. Την ανυπαρξία και την κοσμογονία. Και πάνω απ’ όλα τον Θεό, ως την
γενεσιουργό και κινητήριο δύναμη του Σύμπαντος.
- Θα σου εξηγήσω
όταν ξανάρθεις. Θα το μελετήσω καλά, θα προετοιμαστώ σωστά και την επόμενη φορά
θα σου πω!
Ο χρόνος που ζήτησε
ο γέρος γιά να ξεφύγει δεν αποτελούσε πρόφαση, ήταν όντως σε δύσκολη θέση, αφού
κι εκείνου το μυαλό ήταν πολύ δύσκολο να μορφοποιήσει τέτοιες έννοιες.
Τελικά, όσο κι αν
χώθηκε σε βιβλία, θεωρίες κι ερμηνείες, όσο κι αν έψαξε και στοχάστηκε, το μόνο
που περίσσεψε στο νου του, κι από εκεί φώλιασε, κατ’ ευθείαν καρφωμένο, στην
ψυχή του είναι κάποιοι στίχοι της Κικής Δημουλά, που τώρα θυμάται σκόρπια.
«………………………………
Χαμένα πάνε εντελώς, τα λόγια
των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία, η τάξη
σωπαίνει, κι έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα θα πρέπει να σταθούμε στο
πλευρό του ανώφελου.
Σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η
μνήμη,
να δίνει ωραίες συμβουλές
μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.
……………………………….
Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ό,τι
ζήσαμε, είναι η απουσία μας».
Ό,τι κι αν σκεφτεί ο γερο Μηνάς, η Νιόβη πάντα
κρύβεται πίσω απ’ αυτό. Μπουρδουκλωμένη κι αχνή στα πέπλα του μυαλού του. Μήπως
η απουσία της δεν γέννησε ένα μικρό χάος μέσα
του, με το απλήρωτο κενό που άφησε η φυγή της;
Κάθισε κι έγραψε,
σε μιά όμορφη γυαλιστερή κόλλα χαρτί, ολόκληρο το ποίημα, καλλιγραφημένα κι
επιμελημένα.
- Άκουσε εδώ μικρέ, του είπε δίνοντας
τις λίγες αράδες. Ό,τι κι αν σου πει ο οποιοσδήποτε, το απόλυτο χάος κρύβεται
μέσα σε τούτες εδώ τις γραμμές.
Κράτα το και
διάβαζέ το κατά καιρούς. Όταν ωριμάσεις γιά τα καλά, τότε θα καταλάβεις
το νόημά του, από μόνος σου. Πρώτα σαν ποίημα και μαζί θα συλλάβεις και το
χάος, σαν έννοια. Όχι πριν.
Ο μικρός Φοίβος
καταχώνιασε τις 17 σειρές που του έδωσε ο παππούς του στην ασφαλέστερη κρυψώνα
που διαθέτει ένα μικρό παιδί, τη μνήμη του. Και κάθε τόσο τις αναμασούσε
προσπαθώντας να τις καταλάβει. Μιά, δυό, τρεις, αλλά στο τέλος έλεγε πάντα:
- Δεν ήρθε ακόμη η ώρα!
*
Το φετινό Πάσχα
αργούσε κομμάτι κι η Ανάσταση χωνόταν λίγο στον Μάιο, ένα γεγονός που
στενοχωρούσε και τους δυό. Και παππού και εγγονό, αφού θα καθυστερούσε και το
σμίξιμό τους. Όμως, όπως κάθε νόμισμα έχει δυό όψεις, έτσι κι αυτή η
καθυστέρηση έχει και την καλή της πλευρά. Η προχωρημένη άνοιξη έκανε τη Φύση να
φορέσει την πιό γιορτινή της φορεσιά, τονίζοντας τα χρώματα με τις πιό ζωντανές
τους αποχρώσεις. Η ζωή ξαναγύριζε ορμητικά στον τόπο και οι χυμοί ανέβαιναν στα
δέντρα, με την ίδια ορμή που κατέβαζαν τα ποτάμια νερό. Η αλήθεια είναι πως
φέτος ο καλός Θεούλης έριξε πάρα πολλή βροχή στην περιοχή και όλα τα σπαρτά
έχουν ανθίσει πρόωρα.
*
- Παππού, μεθαύριο
ερχόμαστε! ο Φοίβος αναγγέλλει πανηγυρικά την άφιξη της οικογένειας στο χωριό.
Παραμονές του Ευαγγελισμού μιά ξαφνική απεργία
έκλεισε τα σχολεία λίγο πριν το προγραμματισμένο τριήμερο, κάτι που ο γέρος ποτέ δεν έμαθε -και ποιός
να του το πει, άλλωστε- και αυγατίζοντας το γιορταστικό τριήμερο, φέρνει την οικογένεια κοντά του, αναπάντεχα, γιά κάμποσες ημέρες, λίγο πριν
τις ημέρες της Λαμπρής. Τόσο το καλύτερο γιά τον Μηνά.
- Και κοίτα να δεις
παππού, αυτή τη φορά σου έχω μιά δύσκολη λέξη να μου εξηγήσεις. Η δασκάλα,
κρυφογελώντας, μας είπε πως είναι πολύ δύσκολη. Όμως εσύ παππού θα μου τη
μάθεις καλά. Καλά και σωστά, όπως πάντα. Είμαι σίγουρος!
- Και ποιά είναι,
παιδί μου, η λέξη;
- Αλτρουισμός,
παππού μου. Αλτρουισμός! Άλφα-λάμδα-ταυ…. Κι ο μικρός βάλθηκε να προφέρει τη
λέξη, γράμμα-γράμμα, γιά να μην λαθέψει ο…. παππούς.
- Καλά, αγόρι μου,
καλά. Κατάλαβα. Ελάτε εδώ με το καλό και τα λέμε. Όπως πάντα, θα σας περιμένω
στο σταθμό του τραίνου. Εντάξει; Να μου φιλήσεις τη μαμά-Ισμήνη και τον θείο.
Ο γέρος έκλεισε το
τηλέφωνο, λάμποντας από ευτυχία και άρχισε να αναλογίζεται τις ώρες που
απομένουν μέχρι να σφίξει τον μικρό μπόμπιρα στην αγκαλιά του.
- Τ’ άκουσες
γερο-Άργο, ετοιμάσου γιά την υποδοχή. Ο σκύλος σαν να κατάλαβε κούνησε την ουρά
του, δίνοντας συγκατάθεση.
*
Ο Μηνάς την
κατάλληλη ώρα κίνησε γιά το σταθμό. Όπως έκανε κάθε φορά που η Ισμήνη με τον
άντρα της, τον Σταύρο, του έφερναν τον Φοίβο του. Ο ήλιος, αν και κατέβαινε
προς τη δύση, ήταν λαμπρός, γελαστός και φωτεινός. Μιά τελευταία, μεσημεριανή μπόρα τον
έκανε να λάμπει, φρεσκοπλυμένο και χαρούμενο, απαλλαγμένο από τα ενοχλητικά
σύννεφα που τον σκίαζαν. Όπως τον Μηνά, να πούμε, που ο ερχομός του εγγονού, θα
σκόρπιζε, έστω και γιά λίγο, τα δικά του.
Η μακριά του
γκλίτσα, κάτι μέρες σαν κι αυτή, φάνταζε ως απαραίτητο αξεσουάρ της εμφάνισής
του. Τα μονοπάτια που ο γέρος τραβούσε, γιά να κόψει δρόμο μέχρι το σταθμό,
γλιστρούσαν σαν τσουλήθρες. Λίγο να παραπατούσε, αντί τον Φοίβο, θα συναντούσε
τη … Νιόβη. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, αυτό το τρίτο πόδι, η γκλίτσα, του
ήταν απαραίτητη. Μιά γκλίτσα, μιά ζωή!
Τα κυπαρίσσια και
τα έλατα, (το υψόμετρο του σπιτιού του ήταν ο τόπος συνάντησής τους), έλαμπαν
σαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, καθώς ο ήλιος σκέδαζε το φως του απάνω στις
σταγόνες που κρατούσαν ακόμη τα κλαδιά και τα φύλλα τους.
Περνώντας το δάσος,
στάθηκε στο ξέφωτο να πάρει μιάν ανάσα και να ρίξει ακόμη μιά ματιά στο ρολόι
του. Εντάξει, καλά σημάδεψε. Όπου να ’ναι, εκεί στο βάθος, εκεί που οι γραμμές
του τραίνου σμίγουν με τη γραμμή του ορίζοντα θα σκάσει μύτη η γαλάζια
σκουληκαντέρα, έτσι είχε βαφτίσει το οτομοτρίς, που θα του έφερνε την
οικογένεια και, κυρίως, τον μικρό του Φοίβο. Στο μυαλό του γυρίζει η τελευταία
γλωσσική απορία του εγγονού, που αποτελούσε και δική του δοκιμασία:
- Παππού, τί
σημαίνει αλτρουισμός;
Η λέξη δυσκόλεψε
αρκετά τον γερο Μηνά, όχι γιατί δεν την ήξερε, ή δεν είχε δοκιμάσει τη ισχύ και
την αξία της, αλλά γιατί, ειδικά μ’ αυτή, φοβόταν πως θα φανέρωνε μύχιες
σκέψεις που δεν ήθελε, με τίποτε, να βγάλει. Βλέπεις, όλες οι εξηγήσεις στις
απορίες του μικρού, πέρναγαν μέσα από τα βιώματα της μακράς κοινής ζωής με την
κυρά του και το ζύμωμα που δημιούργησε αυτή. Η Νιόβη, πανταχού παρούσα και
κυρίαρχος στη σκέψη του, στην τωρινή περίπτωση, εμπλεκόταν επικίνδυνα! Σαν μαθητούδι, είχε
σχεδιάσει το λογύδριο που θα έλεγε στον μικρό, βάζοντας γιά πρώτη φορά την
πολιτική στα λόγια του.
Πάνω στην τελευταία
πρόβα που έκανε στα λόγια που είχε ετοιμάσει με το μυαλό του, γιά ν’
αντιμετωπίσει την περιέργεια του Φοίβου, ένας εκκωφαντικός θόρυβος του τα
σκόρπισε όλα!
Ένα μεγάλο τμήμα
του βουνού, σαν πελώριο κομμάτι τούρτας, ξεκόλλησε αστραπιαία και βούτηξε στο
κενό, παρασύροντας στο βάραθρο και τις γραμμές του τραίνου που κουβαλούσε πάνω
του! Μιά τεράστια καταβόθρα έκοψε τη συνέχεια της γραμμής κι έστησε θανάσιμη
παγίδα, που περίμενε χάσκοντας το ανύποπτο θύμα της. Το ότι αυτή
δημιουργήθηκε αμέσως μετά μιά ελαφριά αριστερή καμπή και το ότι η
βλάστηση στο σημείο εκείνο την καθιστούσε αόρατη, έκανε την πρόβλεψη κατακρήμνισης
του τραίνου βεβαιότητα και το μοιραίο αποτέλεσμα αναπόφευκτο.
- Ω΄ Θεέ μου,
ψέλλισε αυθόρμητα ο γέρος και το μυαλό του μούδιασε μέσα στο μαρμαρωμένο του
κορμί με το σταματημένο αίμα!
- Ω΄ Θεέ μου, Θεέ
μου, φώναξε απεγνωσμένα, καθώς από το βάθος του ορίζοντα πρόβαλε η μικρή
κουκίδα του τραίνου!
Το παγωμένο του
κορμί ξεπάγωσε στη στιγμή και το μυαλό του καθάρισε μπροστά στην αδήριτη
ανάγκη. Το οτομοτρίς ερχόταν ολοταχώς προς την πτώση και τον θάνατο των
επιβατών του. Και στην κοιλιά του κουβαλούσε την οικογένειά του και τον Φοίβο
του! Η φρίκη της μοιραίας στιγμής έσπρωξε με ορμή κάθε άλλη σκέψη κι ο γέρος
βρήκε όση δύναμη χρειαζόταν γιά να κουτρουβαλήσει προς τις γραμμές, αψηφώντας
λάσπες, γλιστερές πέτρες, κλαδιά, τα πάντα. Βγήκε στις γραμμές αλλόφρων κι
άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση του τραίνου που ερχόταν τρεχάτο κι από
κουκίδα είχε γίνει ήδη ένας μικρός κύκλος που όλο και μεγάλωνε, ενώ άρχισε
κιόλας τα χαρούμενα μακρόσυρτα σφυρίγματα, γιά να αναγγείλει την άφιξή του. Μιά
άφιξη που δεν θα γίνει ποτέ στον σταθμό, όπως εννοούσε ο μηχανοδηγός του,
αν δεν μεσολαβήσει κάτι, ένα θαύμα, ή ένας από μηχανής Θεός!
Το μυαλό του γέρου,
δουλεύοντας σαν πολύστροφο μοτέρ φόρμουλας 1, έβγαλε την απόφαση. Με γρήγορες
κινήσεις πέταξε το σακάκι κι έβγαλε το άσπρο πουκάμισο. Έδεσε σφιχτά τα μανίκια
στη γκλίτσα μετατρέποντας το πουκάμισο σε αυτοσχέδια σημαία. Τράβηξε από την
πίσω τσέπη τον σουγιά που πάντα κουβαλούσε μαζί του, γιά ώρα ανάγκης, και μ’
ένα πικρό χαμόγελο γιά το είδος της ανάγκης που προέκυψε, χάραξε μιά βαθιά
κοψιά στον αριστερό του καρπό. Το αίμα ανάβλυσε με ορμή επάνω στο λευκό
πουκάμισο που δίπλωσε γύρω από την πληγή. Με το δεξί του χέρι φρόντιζε το
αίμα που έτρεχε σαν από βρύση, να βάφει τελείως το πουκάμισο, ολοκληρώνοντας
την μετατροπή του σε κόκκινο λάβαρο. Όμως οι δυνάμεις του γερο Μηνά λιγόστευαν,
σε ευθεία αναλογία με το αίμα του. Το τραίνο πλησίαζε με ταχύτητα.
Επιστρατεύοντας τις τελευταίες ικμάδες που του απόμειναν, σήκωσε τη
γκλίτσα με το αιματοβαμμένο πουκάμισο κι άρχισε να την κουνάει, δεξιά-αριστερά,
ενώ το αίμα του ράντιζε το χώρο. Γρήγορα κουράστηκε κι η «σημαία» του έγινε
ασήκωτη. Μιά γλυκιά ζάλη άρχισε να τον κυριεύει κι η ματιά του θόλωσε. Με
ύστατη προσπάθεια έμπηξε το αυτοσχέδιο λάβαρο στα χαλίκια της γραμμής, αυτά που
ρίχνουν ανάμεσα στους στρωτήρες γιά να την στηρίξουν, και σωριάστηκε ξέψυχος
ανάμεσα στις ράγες. Τελευταία, φευγαλέα του σκέψη ήταν.
- Αν είναι να πεθάνουν οι δικοί
μου, ας φύγω εγώ πρώτος. Ας με λειώσει το τραίνο.
*
- Ρε, Κώστα, τι
κόκκινο πανί είναι αυτό που βλέπω εκεί κάτω, ανάμεσα στις γραμμές. Ποιός
κερατάς το έχωσε εκεί; Τι γίνεται;
- Ξέρω κι εγώ ρε
Μήτσο; 15 χρόνια στα τραίνα, πρώτη φορά μου συμβαίνει κάτι τέτοιο! Σαν σημαία
μοιάζει!
Οδηγός και βοηθός
απορούσαν βλέποντας από μακριά το κόκκινο μπαϊράκι, ώσπου!
- Ρε συ, κόψε
γρήγορα! Αμέσως. Το κόκκινο σημαίνει κίνδυνος και κάτι βλέπω ανάμεσα στις
γραμμές!
Τα φρένα άρχισαν να
στριγκλίζουν ανατριχιαστικά και η οτομοτρίς σερνόταν με τις ρόδες να πετούν
σπίθες καθώς τρίβονταν, μέταλλο με μέταλλο, με στις ράγες. Τελικά το θηρίο
σταμάτησε, ούτε δυό μέτρα από το πεσμένο κορμί του γέρου που εξακολουθούσε να
αιμορραγεί, βουτηγμένος στη λιμνούλα του δικού αίματος.
*
- Ένα κορδόνι
γρήγορα! Μιά λουρίδα, ένα σπάγκο… κάτι! Τρέξτε, δέστε του τον καρπό! Ο άνθρωπος
ζει. Αιμορραγεί, αλλά ζει!
Ήταν οι τελευταίες
λέξεις που νόμισε ο Μηνάς πως άκουσε, πριν βυθιστεί σ’ ένα βαθύ λήθαργο,
χάνοντας ολωσδιόλου την επαφή με το περιβάλλον.
*
Στο αγροτικό ιατρείο του χωριού και μόλις
ανοίγοντας τα μάτια, ο γερο Μηνάς διακρίνει θαμπά μερικές φιγούρες να κινούνται
γύρω του κι ακούει αχνά απόμακρες φωνές.
- Πατέρα, κουράγιο!
Η Ισμήνη είμαι. Πατέρα σ’ ευχαριστούμε. Πατέρα, κρατήσου. Έρχεται ελικόπτερο
από Αθήνα να σε σώσει. Κουράγιο. Εσύ ήσουν πάντα δυνατός. Ήσουν νικητής. Πατέρα
θα νικήσεις και πάλι!
- Παππού μου,
παππού μου, εγώ είμαι, ο Φοίβος. Μη φεύγεις παππού μου σε παρακαλώ. Σε θέλω, σ’
αγαπάω, σε χρειάζομαι! Ο μικρός έσκυψε και φίλησε τον παππού του, πριν η
Ελπίδα, η γιατρίνα, τον τραβήξει μαλακά.
Ο γέρος μισάνοιξε
πάλι τα μάτια και με φωνή που μόλις ακουγόταν, άρχισε να λέει:
- Παιδί μου, γιά
εκείνη τη λέξη που με ρώτησες….
- Όχι παππού
μου, όχι! Μην κουράζεσαι, ξέρω. Τώρα ξέρω παππού μου! Μου το έδειξες ήδη. Όχι
παππού μου, μη φεύγεις, μη….
Ένα απαλό, πλατύ κι
ευτυχισμένο χαμόγελο απλώθηκε στο γαλήνιο πρόσωπο του γερο Μηνά, καθώς η
συναίσθηση πως έκανε το ύστατο καθήκον με μιά υπέρτατη θυσία, έδωσε την
απαραίτητη ώθηση στην ψυχή του γιά να φτερουγίσει, βιαστική κι ανάλαφρη, προκειμένου
να συναντήσει αυτή της Νιόβης του, που τον περίμενε ανυπόμονα, στο κατώφλι του
Παραδείσου.
Το γοερό κλάμα του
Φοίβου και το πονεμένο ουρλιαχτό του Άργου, ακούστηκαν μέχρι κάτω, τη ρεματιά.....