Ο Καζαντζάκης δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγει απ’ αυτόν τον
κανόνα. Ένα από τα τελευταία, τα δυνατότερα και διασημότερα έργα του, ο
«Καπετάν Μιχάλης», έχει πηγή έμπνευσης τον πατέρα του, του οποίου το όνομα κρατά στο
μυθιστόρημα. Το βιβλίο, σε γενικές γραμμές, συντίθεται από
πραγματικά γεγονότα με έντεχνη συρραφή,
επεξεργασία και προσθήκες της δημιουργικής φαντασίας του σπουδαίου συγγραφέα.
Στον κεντρικό ήρωα δε, προσπάθησε να «φορέσει» όλη την τραχύτητα κι αδρότητα,
μαζί με τη λεβεντιά, τη φιλοπατρία και φιλοτιμία, που αποτελούσαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
του πατέρα του. Και το πέτυχε απόλυτα.
Ένα, όχι πολύ γνωστό,
περιστατικό της παιδικής ηλικίας του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά και της φήμης του
πραγματικού καπετάν Μιχάλη, ο οποίος λόγω της αυστηρής του
δωρικότητας υπήρξε φόβος και τρόμος στο χωριό του, είναι και το εξής.
δωρικότητας υπήρξε φόβος και τρόμος στο χωριό του, είναι και το εξής.
Εννοείται πως η αφήγηση της ιστοριούλας που ξεκίνησε από τον
ίδιο τον συγγραφέα και πρωταγωνιστή του επεισοδίου, πιθανόν στην πορεία να
διαφοροποιήθηκε στις λεπτομέρειες, όμως ο κορμός και η ουσία είναι ίδια. Όπως το
άκουσα, έτσι το αναμεταδίδω.
Κάποτε στην τάξη του μικρού Νίκου, στο δημοτικό, ο δάσκαλος δίδαξε στα θρησκευτικά την ιστορία του Ησαύ και το πώς πούλησε στον μικρότερο
αδελφό του τον Ιακώβ τα δικαιώματά του, ως το μεγαλύτερο παιδί του πατρός Ισαάκ, τα
περίφημα «πρωτοτόκια». Και μάλιστα «αντί πινακίου φακής», (δηλαδή γιά ένα πιάτο
φακές)! Η φράση, έκτοτε, έμεινε ιστορική και υποδηλώνει ανισοβαρείς συναλλαγές,
όπου γιά σημαντικά πράγματα προσφέρονται ευτελή ανταλλάγματα. Ο Νίκος, με την
γρήγορη και ασαφή διατύπωση του δασκάλου δεν πολυκατάλαβε τον όρο και την έννοια της λέξης
«πρωτοτόκια». Έτσι το απόγευμα, μετά το φαγητό, όταν ο πατέρας του απολάμβανε
μακαρίως την πίπα του μπροστά στο τζάκι κι αυτός διάβαζε τα μαθήματά του, βάλθηκε να τον ρωτά:
- Μπαμπά, ίντα ’ναι μαθές τα «πρωτοτόκια»;
Ο καπετάν Μιχάλης, που δεν του έτρεχε δα κι απ’ τα μπατζάκια η μόρφωση, έκανε το κορόιδο και πως δεν άκουγε, φουμάροντας αρειμανίως και κοιτώντας το ταβάνι. Ο μικρός όμως επέμενε και ρωτούσε συνέχεια και συνέχεια!
- Μπαμπά, ίντα ’ναι μαθές τα «πρωτοτόκια»;
Ο καπετάν Μιχάλης, που δεν του έτρεχε δα κι απ’ τα μπατζάκια η μόρφωση, έκανε το κορόιδο και πως δεν άκουγε, φουμάροντας αρειμανίως και κοιτώντας το ταβάνι. Ο μικρός όμως επέμενε και ρωτούσε συνέχεια και συνέχεια!
Στο τέλος, ο παρευρισκόμενος θείος του, αδελφός του καπετάν Μιχάλη, άλλο
αγλάισμα μόρφωσης κι αυτός, γιά να ξεφορτωθεί τον μικρό και να βγάλει από τη
δύσκολη θέση τον αδελφό του, πετάχτηκε αυτόκλητος:
- Τα «πρωτοτόκια» παιδί μου είναι οι…φορεσιές του κυνηγιού!
Ο καπετάν Μιχάλης συγκατάνευσε με ανακούφιση, κουνώντας επιβεβαιωτικά το κεφάλι και το θέμα έληξε.
Την άλλη μέρα στο σχολείο, εξετάζοντας ο δάσκαλος, ρώτησε:
- Ίντα ’ναι μπρε κοπέλια, μαθές, τα «πρωτοτόκια»;
Ο Νικολάκης, πρώτος-πρώτος, κόντεψε να βγάλει το μάτι του δάσκαλου:
- Κύριε, κύριε, εγώ!
- Πεσ’ μας, μπρε Νικολό!
- Οι φορεσιές του κυνηγιού, δάσκαλε!
Το μάτι του δασκάλου πρώτα άστραψε και μετά αλληθώρισε, πιστεύοντας πως ο μικρός τον κορόιδευε, οπότε κραδαίνοντας την εκ κλάδου μουριάς βίτσα του προχωρούσε προς… τακτοποίηση του αναιδούς Νικολάκη, που αποσβολωμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη της υπόθεσης, είχε ζαρώσει στο θρανίο του!
Ο δάσκαλος πλησίασε αγριεμένος και ύψωσε τη βίτσα ρωτώντας:
- Και ποιός κερατάς μπρε, σου ’μαθε πως πρωτοτόκια είναι ..φορεσιά κυνηγιού;
- Ο…,ο…. ο …. κύρης μου, δάσκαλε. Ο πατέρας μου!
Το χέρι του φουκαρά του δάσκαλου μαρμάρωσε σηκωμένο, μαζί με τη βίτσα. Ξέροντας καλά, όπως κι όλοι στο χωριό, τον καπετάν Μιχάλη και μόνο η σκέψη να τον αμφισβητήσει και να τα βάλει μαζί του, τον πάγωνε.
Κατέβασε το χέρι αργά-αργά, πήρε ύφος, τάχα βαθύτατα προβληματισμένου ανθρώπου, χάιδεψε το μουστάκι του και είπε:
- Εδά που το ξανασκέφτομαι καλύτερα, και υπό μίαν ευρύτερη έννοια, τα «πρωτοτόκια» μπορεί να εκφράζουν και… ρούχα κυνηγίου!!
Άντε εσύ να κοντράρεις τον καπετάν Μιχάλη!
- Τα «πρωτοτόκια» παιδί μου είναι οι…φορεσιές του κυνηγιού!
Ο καπετάν Μιχάλης συγκατάνευσε με ανακούφιση, κουνώντας επιβεβαιωτικά το κεφάλι και το θέμα έληξε.
Την άλλη μέρα στο σχολείο, εξετάζοντας ο δάσκαλος, ρώτησε:
- Ίντα ’ναι μπρε κοπέλια, μαθές, τα «πρωτοτόκια»;
Ο Νικολάκης, πρώτος-πρώτος, κόντεψε να βγάλει το μάτι του δάσκαλου:
- Κύριε, κύριε, εγώ!
- Πεσ’ μας, μπρε Νικολό!
- Οι φορεσιές του κυνηγιού, δάσκαλε!
Το μάτι του δασκάλου πρώτα άστραψε και μετά αλληθώρισε, πιστεύοντας πως ο μικρός τον κορόιδευε, οπότε κραδαίνοντας την εκ κλάδου μουριάς βίτσα του προχωρούσε προς… τακτοποίηση του αναιδούς Νικολάκη, που αποσβολωμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη της υπόθεσης, είχε ζαρώσει στο θρανίο του!
Ο δάσκαλος πλησίασε αγριεμένος και ύψωσε τη βίτσα ρωτώντας:
- Και ποιός κερατάς μπρε, σου ’μαθε πως πρωτοτόκια είναι ..φορεσιά κυνηγιού;
- Ο…,ο…. ο …. κύρης μου, δάσκαλε. Ο πατέρας μου!
Το χέρι του φουκαρά του δάσκαλου μαρμάρωσε σηκωμένο, μαζί με τη βίτσα. Ξέροντας καλά, όπως κι όλοι στο χωριό, τον καπετάν Μιχάλη και μόνο η σκέψη να τον αμφισβητήσει και να τα βάλει μαζί του, τον πάγωνε.
Κατέβασε το χέρι αργά-αργά, πήρε ύφος, τάχα βαθύτατα προβληματισμένου ανθρώπου, χάιδεψε το μουστάκι του και είπε:
- Εδά που το ξανασκέφτομαι καλύτερα, και υπό μίαν ευρύτερη έννοια, τα «πρωτοτόκια» μπορεί να εκφράζουν και… ρούχα κυνηγίου!!
Άντε εσύ να κοντράρεις τον καπετάν Μιχάλη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου