Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Ο «παπάς», ένα ωραίο ομαδικό παιχνίδι-άθλημα και οι «παπατζήδες».


«Αυτοί οι μικροί και κατατρεγμένοι ηρωικοί φτωχοδιάβολοι» .
 
Αποτέλεσμα εικόνας για παπατζηδες στην αθηνα 
   Από τα πρώτα νεανικά χρόνια του άρεσαν οι περίπατοι στην Αθήνα. Στο κέντρο της, την Αγορά το Μοναστηράκι, το Ζάππειο, τον Βασιλικό κήπο -πριν γίνει Εθνικός- την Πλάκα. Κατά τα κέφια του, άλλοτε διάλεγε μέρη με ζωντάνια, κίνηση, παλμό και άλλοτε ήσυχα και απόμερα. Πάντοτε μόνος, αφού από τη φύση του ήταν μοναχικός και απόμακρος τύπος, με τη μοναξιά του αδιατάρακτη, ακόμη και σε συνωστισμούς. Έτσι η απόλαυση των όσων έβλεπε και βίωνε κρατιόταν μόνο για πάρτη του.

   Εκεί στο τρίγωνο: «Ομόνοια-Σύνταγμα-Μοναστηράκι» -το αγαπημένο του- του άρεσε να χαζεύει - οσάκις τους πετύχαινε- τους παλιούς υπαίθριους «παπατζήδες» εν δράσει. Κάτι που εκείνα τα χρόνια αποτελούσε θέαμα συνηθέστατο, καθ’ όσον η πρωτεύουσα έβριθε από πάσης φύσεως μικροκομπιναδόρους και μικροαπατεώνες, αφ’ ενός, και αφελείς, κυρίως επαρχιώτες, αφ’ ετέρου. Τότε αυτή η «δουλειά» έφερνε γερό μεροκάματο στον... «όμιλο» που έστηνε το κόλπο, καθώς ο «παπάς» δεν αποτελούσε μπίζνα του ενός, του πρωταγωνιστή, αλλά ομαδικό σπορ.
   Τελικά ο «παπάς», αυτό το όμορφο παιχνίδι συναναστροφών, ήταν πολύ παρεξηγημένο στις ημέρες της δόξας του -από 1955 μέχρι 1965- και αδικαιολογήτως χαρακτηρισμένο ως απάτη. Οπότε και υπήρξε απηνώς και κακώς κυνηγημένο από τους, πράγματι κακούς... μπάτσους. Στην πράξη, ο «παπατζής» δεν ξεγελούσε κανέναν. Όποιος αστοχούσε στον σωστό προσδιορισμό του «παπά», αυτό οφειλόταν στο... μάτι του! Ο «παπατζής» δεν έκανε καμία απάτη, καθώς ο παπάς βρισκόταν πάντα μεταξύ των τριών αναποδογυρισμένων φύλλων, τα οποία ο ατσίδας παπατζής ανακάτευε με θαυμαστή ταχύτητα, που άγγιζε αυτή του φωτός και ο «πελάτης»... διάλεγε!

   (Σημ.: Ουδείς κακός συνειρμός με την σημερινή πολιτική κατάσταση καθώς πολύ ορθώς οι κυρίες Γεροβασίλη, Καρακώστα και Αυλωνίτου διαρρηγνύουν ιμάτια, υποστηρίζοντας πως ο πρωθυπουργός ουδέποτε εψεύσθη και το λάθος έχουν αυτοί που τον πίστεψαν!).

   Η κομπανία, ο θίασος να πούμε, αποτελείται από τον ατσίδα πρωταγωνιστή, ένα πραγματικά ταλαντούχο άτομο που κινεί τα νήματα και σηκώνει το βάρος της παράστασης και άλλα 5-6, συνήθως, αργόσχολους μετρίας ευφυΐας κομπάρσους, τα οποία τον πλαισιώνουν σε διάφορους ρόλους για να βγάλουν κι αυτοί ένα μεροκάματο. Είτε ως αβανταδόροι, είτε ως τσιλιαδόροι.
  Ο «φίλος» μου αδυνατούσε να διανοηθεί γιατί, π.χ. ο μέγας Χουντίνι, ή ο πιο σύγχρονος ταχυδακτυλουργός Νταίηβιντ Κόππερφηλντ, αξίζουν θαυμασμό και πλούσιες αμοιβές ενώ σε έναν ταπεινό... συνάδελφό τους, τον ταχυδακτυλουργό «παπατζή», πρέπει ένα κελλί στην... ψειρού. Στο κάτω-κάτω, η πλανόδια φουκαροκομπιναδόρικη κομπανία κανέναν δεν έβαζε στο παιχνίδι με το ζόρι. Όσοι, παρασυρμένοι από απληστία και υπερβολική εμπιστοσύνη στο μάτι τους, ποντάρουν -και φυσικά χάνουν- απλά μειονεκτούν σε παρατηρητική ικανότητα και είναι άξιοι της πλεονεξίας και της βλακείας τους. Ας πρόσεχαν!
   Το παιχνίδι, τώρα, απαιτούσε ολόκληρη σκηνοθεσία από τον θίασο και οι συμπρωταγωνιστές του «μεγάλου» διαδραματίζουν, έκαστος,  συγκεκριμμένο και αυστηρά διακριτό ρόλο. Από πλευράς σκηνικού, η υπόθεση θυμίζει μοντέρνο θίασο, σαν αυτούς που παίζουν τώρα σε συνοικιακά υπόγεια - δήθεν θέατρα- ένα, δυό παραστάσεις εβδομαδιαίως με ακραιφνώς κουλτουριαρέικα και πρωτοποριακά έργα και θεατές το συγγενολόι και τους φίλους των ηθοποιών και των λοιπών... συντελεστών της παράστασης.
  Ένα μεγάλο πτυσσόμενο χαρτόκουτο, ή κάτι ανάλογο κατασκεύασμα, αποτελεί συνήθως ολόκληρο το σκηνικό, το οποίο στο άκουσμα της κραυγής: «Σύρμα», (δηλαδή: «Μάγκες, σπάστε. Έρχεται μπάτσος»), από κάποιον ακροβολισμένο τσιλιαδόρο σε ικανή απόσταση από το... γήπεδο, στη στιγμή αποσυναρμολογείται, κλείνει και χάνει την μία από τις τρεις διαστάσεις, μετατρεπόμενο σε απλό αθώο επίπεδο ξύλο ή χαρτόνι. Αμέσως το τσούρμο διαλύεται, σαν ντουφεκισμένο κοπάδι τσίχλες και σε χρόνο μηδέν γίνεται καπνός. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην εξής περίπτωση: Όταν ένα «κορόιδο» μαδηθεί αρκετά και υπάρχει κίνδυνος να «ξυπνήσει» και βάλει τις φωνές, ζητώντας τα λεφτά του πίσω:

    -«Αστυνομία, βοήθεια, απατεώνες. Με κλέψανε»!

   Πάνω στο στημένο κουτί, που θύμιζε μοντέρνο έπιπλο, αραδιάζονται τρία τραπουλόχαρτα, ένα των οποίων είναι -απαραιτήτως- φιγούρα, (ρήγας, ή βαλές) και τα υπόλοιπα οτιδήποτε. Ο θίασος επιλέγει κάποιο κεντρικό και πολυσύχναστο σημείο, αλλά με πολλά σημεία διαφυγής γιά την περίπτωση εμφάνισης αστυφύλακα. Εκεί, σε μιά γωνιά τοποθετείται το κουτί, οι τσιλιαδόροι παίρνουν τις θέσεις τους και γύρω από τον πρωταγωνιστή στήνονται οι αβανταδόροι συμπρωταγωνιστές. Ο «παπατζής» αραδιάζει τα τραπουλόχαρτα και αρχίζει να διαλαλεί.
  -«Περάστε κύριοι. Λίγα βάζετε, λίγα παίρνετε, πολλά βάζετε, πολλά παίρνετε. Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς; Όποιος τον βρει, κερδίζει»! Και με τα δύο χέρια μετακινεί, δεξιά-αριστερά, τα τραπουλόχαρτα, μπερδεύοντας την θέση του παπά. Οι μυημένοι κολέοι του, δήθεν περίεργοι περαστικοί και άγνωστοι μεταξύ τους, αρχίζουν να ποντάρουν διάφορα ποσά και -οι περισσότεροι- να κερδίζουν στα σίγουρα, καθώς ο «παπατζής» ανακατεύει τα φύλλα με μικρή ταχύτητα, ώστε μόνο αόμματοι μπορούν να αστοχήσουν στον σωστό προσδιορισμό του παπά. Η επιτυχία τους αποτελεί τον κράχτη γιά τους αφελείς.
  Οι πολλοί και γνώστες προσπερνούν μειδιώντας, ενώ η κομπανία -με στημένο το δόκανο- περιμένει το θύμα, που δεν αργεί να φανεί. Συνηθέστατα επαρχιώτης, κουτοπόνηρος, δύσπιστος και απέραντα αφελής. Αλλά και ευεπίφορος στο εύκολο κέρδος. Στην αρχή παρατηρεί τους αβανταδόρους, οι οποίοι συζητούν μεγαλόφωνα, διαφωνούν -τάχα- και τζογάρουν ποικιλλοτρόπως. Το θύμα παρακολουθεί και στοχάζεται. Και πάντα η πρόβλεψή του -ενδόμυχη, αμέτοχη και ανεκδήλωτη- είναι επιτυχής. Κάποια στιγμή, αδιόρατα, το χέρι του μπαίνει στη τσέπη. Η περίπτωση ωρίμασε. Τότε εμφανίζεται πλάι του ένας τύπος ο οποίος δεν παίζει, μεν, αλλά παρακολουθεί και σχολιάζει, βρίσκοντας πάντα τον παπά, επιτιμώντας και ειρωνευόμενος όσους από τους άλλους αβανταδόρους, τάχα, έχαναν: -«Ρε συ στραβούλιακα, δεν είδες πως ο παπάς ήταν στη μέση;»! Και κάθε τόσο έσκυβε στ’ αυτί του θύματος και του ψιθύριζε: -«Ο παπάς είναι στ’ αριστερά». Μετά -«Τώρα είναι στα δεξιά»!
   Μετά κάμποσες επιτυχημένες παρτίδες, το θύμα είναι απολύτως ψημένο και έτοιμο γιά το μεγάλο ποντάρισμα: -«Ένα πεντακοσάρικο εδώ»! Ακολουθεί την υπόδειξη του διπλανού του, που, άλλωστε, ήταν και δική του εκτίμηση και με αποφασιστικότητα ακουμπά στο τραπέζι το χαρτονόμισμα. Αμ, πριτς!!! Ο παπάς ήταν στο διπλανό χαρτί. Ο επαρχιώτης μένει σύξυλος, το πεντακοσάρικο κάνει φτερά και μαζί κι ο... συμβουλάτορας, ο οποίος -πάνω στη σύγχυση και πριν το θύμα συνέλθει από την κεραμίδα- έχει γίνει... «πουλόπουλος»!
   Ύστερα από κάμποσες τυχαίες διασταυρώσεις με τέτοιους συμπαθείς θιάσους και προσεκτική παρατήρηση της όλης παράστασης, ο «φίλος» σκέφτηκε μιά πρωτότυπη πλάκα. Μιά διασκεδαστική γιά τον ίδιο συμμετοχή και μιά τιμωρία γιά τους οπωσδήποτε μπαγάσηδες παπατζήδες, με αντιστροφή των όρων: θύμα-θύτης και πολύ σασπένς... γιά εκείνους!
   Υποδυόμενος τον χαζοχαρούμενο νεαρό, βγάζοντας λιγάκι και δείχνοντας άκρες από μπόλικα κατοστάρικα που είχε στην τσέπη, άνοιγε ορέξεις και εξέτρεφε προσδοκίες του... τημ γιά μιά προσεχή γερή μπάζα. Γιά ώρα ταλαιπωρούσε την πεινασμένη κομπανία με χαζές ερωτήσεις, διλήμματα -εδώ, ή εκεί ο παπάς- αναβλητικότητα, καθυστερήσεις και διαβουλεύσεις με τον συμβουλάτορα:

   -Τί λες κι εσύ, να βάλω 50, ή... 500; Να παίξω μιά κι έξω, ή να κρατήσω... πισινή;

   Αφού έσπαγε τα νεύρα της αδημονούσης παλιοπαρέας, ανεβάζοντάς τους την αδρεναλίνη στα ύψη, περνούσε στην επόμενη φάση. Έβγαζε με πολλές προφυλάξεις και -τάχα- κρυψίνοια κάποια χαρτονομίσματα, τα μετρούσε, τα έκρυβε τσαλακωμένα στη χούφτα και έδειχνε, καραδοκώντας, έτοιμος να ποντάρει. Η αγωνία όλων στο κατακόρυφο, οι αβανταδόροι σιωπούσαν, ο «παπατζής» έβαζε τα δυνατά του και τη μαεστρία του όλη:

   -«Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς... μικρέ»;

   Ο μικρός άπλωνε, σιγά-σιγά, το χέρι και πριν ακουμπήσει κάτω το χρήμα... ξαφνικά μετάνοιωνε!

   -«Άσε, έχω μιά αμφιβολία, στην άλλη βόλτα»! Και η πλάκα συνεχιζόταν, μέχρις ότου ή κάποιος αστυφύλακας χάλαγε το... πάρτυ, ή κάποιο άλλο κορόιδο αναλάμβανε την τροφοδοσία του... ομίλου.


   Η ωραία αυτή διασκέδαση κράτησε αρκετά και τέλειωσε άδοξα, ένα πρωινό στην διασταύρωση Ακαδημίας και Ρήγα Φεραίου, μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Πάνω που παίρνει το χαζό του ύφος κι ετοιμάζεται ν’ αρχίσει τις κουτοερωτήσεις και να μπεί στο παιχνίδι, τον πλησιάζει ένας τύπος από τους αβανταδόρους και του ψιθυρίζει στ’ αυτί: 
   -«Τσόγλανε σπάσε, γιατί θα σε σπάσω εγώ στο ξύλο»! 
   Τρομοκρατημένος από την αποκάλυψη και με πλήρη συνείδηση της υπεροχής των αντιπάλων, έσπευσε να αποχωρήσει. Προχωρώντας προς την Ιπποκράτους ανασυντάχθηκε και χοντραίνοντας τη φωνή έκραξε στεντόρεια και πήρε την εκδίκησή του: -«Σύρμαααα»!!! Η σύναξη διαλύθηκε ακαριαία στους πέντε ανέμους!



Ωραίες εποχές, ωραίες πλάκες. Κρίμα που πέρασαν.

  


1 σχόλιο:

  1. 'Εντονη, πικάντικη, ελκυστική αφηγηση. Μου αρέσει όταν αφήνεις για λίγο την πολιτική επικαιρότητα και "περπατάς" πάνω στις αναμνήσεις ανθρώπων τόπων και πραγμάτων...

    ΑπάντησηΔιαγραφή