Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Ξεφυλλίζοντας ένα παλιό ημερολόγιο.


Αποτέλεσμα εικόνας για νεοσύλλεκτοι

   Σκαλίζοντας παλιά κατάστιχα -σαν τον Εβραίο έμπορο οσάκις έχει κεσάτια- ανακάλυψα μερικά σκόρπια φύλλα παλιού ημερολογίου. Η χρονική απόσταση τα καθιστά πολύ ενδιαφέροντα. Τα καταθέτω ευελπιστώντας την συγκίνηση όσων αρσενικών θυμούνται τα δικά τους και όσων θηλυκών άκουσαν σχετικά από τους τότε... «έτσι» τους.
   Ήταν Φεβρουάριος του ΄67, στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου. Με νοσταλγία περισσή και θλίψη περισσότερη το διάβασα και μ’ ένα δάκρυ να θολώνει τα μάτια το καταθέτω, εδώ και τώρα, σαν στεφάνι τιμής στο μνημείο της πεσούσης νιότης μου:

   « Ο στρατός δεν έχει μόνο περιορισμούς, κούραση, ασφυξία, ζόρι, καψόνι, στενοχώριες και πλάκες, ιδίως τον πρώτο καιρό της στράτευσης, αλλά έχει και στιγμές μοναδικής ανθρωπιάς, ευαισθησίας και εκτόνωσης. Κάποιες στιγμές που ένας απροσδιόριστος, διάχυτος ηλεκτρισμός καταλαμβάνει όλη εκείνη την φανταροπαρέα, μικρή ή μεγάλη, που δημιουργείται με την πάροδο των ημερών και διαθέτει μυστηριώδεις ελκτικές δυνάμεις. Ζεστές και απόλυτα ανθρώπινες που βγάζουν, κυρίως, μεράκι. Πολύ μεράκι, σε τεράστιες ποσότητες ξεκλειδώνουν νοσταλγία και φανερώνουν σεβντά. Έρωτες παλιούς μισοσβησμένους και νέους διάπυρους. Έρωτες κρυφούς, χαμένους, ανομολόγητους και έρωτες γεμάτους μαγεία.

  Μιά μικρή φυσαρμόνικα γίνεται ο απαραίτητος καταλύτης που λευτερώνει από την καθισμένη κατάχαμα -γύρω από την ξυλόσομπα του θαλάμου- μικρή παρέα τους καημούς και το μαράζι της νιότης της. Αποστασιοποιημένη και φευγάτη από την εξωτερική πραγματικότητα, (πολιτική, κοινωνική, οικονομική), λες κι ο κόσμος γύρω τους μίκρυνε και χάθηκε. Και το μόνο περίσσεμα που τους άφησε διάχυτα ήταν η νοσταλγία στις καρδιές τους. Κι ένας γλυκός πόνος που δημιουργεί η αδημονία του απολυτηρίου.
   Πέραν από τη γλυκιά θαλπωρή που σκόρπιζαν οι φλόγες της σόμπας, θερμαίνοντας το σώμα τους, τις ψυχές τους θέρμαιναν πιότερο οι στίχοι του Τσιτσάνη:

       «Δε ρωτώ ποιά είσαι κι από πού κρατάς...

  Ο θάλαμος γίνεται, διά μιάς, ο κόσμος όλος. Ένα μικρό διαστημόπλοιο που τους έχει πάρει και τους οδηγεί μακριά, πολύ μακριά. Καθ΄ ένα στον καημό και το ντέρτι του. Αποστασιοποιημένοι από την πραγματικότητά τους, διηγούνται, δακρύζουν, νοσταλγούν, φαντάζονται, ελπίζουν, υπομένουν, ζουν.

        «κάθησε κοντά μου, πιές γλυκό κρασί,  
          κάνε μου παρέα, γλέντησε και συ...»
   Το γλυκύτερο άκουσμα εκείνης της εποχής, συνόδευε τα ατέλειωτα κρύα βράδια του χειμώνα του ΄67, μέχρις ότου το σάλπισμα του σιωπητηρίου να κάνει τη φυσαρμόνικα να σιγήσει, αφήνοντας τις νότες και τους στίχους να τριβελίζουν το μυαλό, ώσπου ο λυτρωτικός ύπνος να τους απλώσει στο όνειρο, κατά το εσώψυχο του καθ’ ενός και να «προβάλει» στο εκράν του μυαλού τους, προσμονή, γλύκα, ευχαρίστηση ή... εφιάλτες.

          «...σαν ξημερώσει αν θέλεις φύγε
           κι όποιο σοκάκι σου αρέσει το τραβάς»
   Οι καρδιές, κάτι τέτοιες νύχτες, φουσκώνουν, ξεχειλίζουν, σκαν. Και τα κομμάτια τους απλώνονται και καλύπτουν τον θάλαμο, το στρατόπεδο, την Κόρινθο, τον κόσμο όλον...»



   Σήμερα, από την αστρική, γιά τα ανθρώπινα μέτρα, απόσταση του μισού αιώνα, το μόνο που αισθάνομαι και μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως, αν κάποιοι στίχοι του Διον. Σολωμού εκφράζουν Ύμνο προς την Ελευθερία, οι πιο πάνω στίχοι του Βασίλη Τσιτσάνη είναι, στα σίγουρα γιά την απανταχού ελληνική φανταρία, ο Ύμνος στην στρατευμένη νοσταλγική Ανελευθερία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου