Ματαιότης, ματαιοτήτων! |
Ο καλός φίλος «pisostapalia», βασική πηγή έμπνευσης της στήλης, μου έδωσε άλλη
μία ωραία… ασίστ, με την τελευταία εξαιρετική του ανάρτηση. Σχετική με την
σπουδαιότερη γλυπτοθήκη της Ελλάδος. Το Α’ Νεκροταφείο των Αθηνών.
Αναφερόμενος στην, (κατά τα λοιπά συμπαθή και απαραίτητη μεν, αλλά
εκτελούσα αντιπαθητικό έργο, δε), επαγγελματική τάξη των νεκροπομπών, τους
αναφέρει ως «φραγκοφόρους». Πέραν από την άποψη πως μάλλον «φρακοφόροι» θα
πρέπει να λέγονται, λόγω ενδύματος, θυμήθηκα κάτι παλιό και σπαρταριστό. Το διηγιόταν, τον καιρό εκείνο, ένας παλιός φίλος, ο Τάκης Μ., γιός
ιδιοκτήτη μεγάλου και γνωστού «γραφείου τελετών» στο Μαρούσι. Τότε εκείνος
υπήρξε πελάτης μου σ’ ένα σπίτι που έχτιζε και, ευτυχώς, όχι το αντίθετο! (Μάλλον
μου την έχει στημένη για… ανταπόδοση, αλλά σκέφτομαι να τον αφήσω να περιμένει!).
Όταν, κάποτε, κλήθηκε σε σπίτι… πελάτη γιά να επιτελέσει το θεάρεστο
έργο του, μετέβη με τη γνωστή μακάβρια ομάδα με τα φράκα, τα… σύνεργα και τη
μαύρη λιμουζίνα, γιά την παραλαβή του… εμπορεύματος! Η χήρα, στο μεταξύ, ωρυόταν
και θρηνούσε ακατάπαυστα, με το δίκιο της.
«Τακτοποίησαν» τον μακαρίτη και κατεβαίνοντας τις σκάλες έβγαιναν στο
δρόμο με το φέρετρο, οπότε η απαρηγόρητη
γυναίκα που ακολουθούσε, σε ένα κρεσέντο σπαραγμού άρχισε να ουρλιάζει
τραβώντας μαλλιά και σκίζοντας ρούχα:
- Κοράκια, πού μου πάτε τον
αντρούλη μουουου;
Και μετά πάλι:
- Αχ’, κοράκια πού μου τον
παίρνετε και μ’ αφήνετε μόνηηηη!
Και δώσ’ του «κοράκια» από δώ, «κοράκια» από κεί, μέχρι που διαολίστηκε
ο… αρχικόραξ και της λέει αυστηρά:
- Άκου να σου πω κυρά μου. Αν μας
ξαναπείς «κοράκια», στον αφήνουμε κάτω και φεύγουμε. Κουβάλα τον μόνη σου!
Πολύ καλό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκριβώς η πραγματικότητα
ΑπάντησηΔιαγραφή