Mal du depart! |
Το σεμνό «αποπαίδι» της ελιτίστικης ποίησης.
Με τον Καββαδία, είχα την τύχη να
διασταυρωθώ και ν’ ανταλλάξω λίγες κουβέντες. Και την ατυχία αυτό να γίνει σε μικρή ηλικία, όταν
ήμουν ανώριμος. Κάπου μεταξύ ’58 κι ’60, χωρίς να μάθω τότε, όχι
την ιδιότητα αλλά ούτε καν το όνομά του!
Γιά τον απλό, δειλό και
συνεσταλμένο ιδιόρρυθμο ποιητή και άνθρωπο έχουν γραφτεί πολλά. Έτσι αυτός, σαν
θέμα, θεωρείται, μάλλον, εξαντλημένο. Γι’ αυτό θα καταθέσω μόνο προσωπική
μαρτυρία από τη μικρή μας επαφή. Την σύντομη κι ασήμαντη, ίσως, γιά πολλούς,
αλλά καθοριστική γιά τη διαμόρφωση της προσωπικότητος και τα ζυμώματα στη φαντασία ενός παιδιού στο κατώφλι της
εφηβείας, από κάποιες μικρές και θαυμαστές αφηγήσεις του ποιητή.
Ο Καββαδίας ήταν προσωπικός φίλος
του Θανάση Καραβία, ενός βιβλιοπώλη που είχε το κατάστημά του στη γωνία
Ακαδημίας 58 και Ιπποκράτους, όπου σήμερα βρίσκεται πολυκατοικία και το θέατρο
Ακάδημος. Απέναντι, Ακαδημίας 56, βρισκόταν
το βιβλιοπωλείο του πατέρα, ο οποίος ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα ως
υπάλληλος του Καραβία και στην διάρκεια της κατοχής, άνοιξε δικό του
βιβλιοπωλείο, ακριβώς απέναντι! Οι δυό άντρες παρέμειναν φίλοι, συνεργαζόμενοι
μέχρι τέλους.
Τότε, δεκαετία του ’50, προς το
τέλος της, και στις δύο γωνίες υπήρχαν καλόγουστα νεοκλασσικά, τα οποία
δυστυχώς, γκρεμίστηκαν και μετετράπησαν στις σημερινές κακόγουστες
πολυκατοικίες. Στα ημιυπόγεια και των δύο παλαιών κτιρίων υπήρχαν, μεταξύ άλλων
καταστημάτων, και τα δύο βιβλιοπωλεία. Ο Καραβίας, αξιόλογος άνθρωπος με
μόρφωση και καλλιέργεια, (μιά από τις πιό γνωστές του εκδόσεις οι «F.G.M. Ασκήσεις
Γεωμετρίας των Ιησουιτών»), ο πατέρας με απολυτήριο δημοτικού. Βαθμός απολυτηρίου
5, διαγωγή κοσμία, λόγω ζωηράδας, και με βασικό σλόγκαν ζωής το «Εγώ τα βιβλία
τα φτιάχνω και τα πουλάω, δεν τα διαβάζω. Δεν μου χρειάζεται!».
Από το φθινόπωρο του ’57, λόγω
θανάτου του πατέρα και μέχρι της εισόδου μου στο Πολυτεχνείο, ασχολήθηκα πολύ
ενεργά, (θέλοντας και μη), με το βιβλιοπωλείο. Ως ο μικρότερος εκεί μέσα, όταν
χρειαζόταν κάποιο εξωτερικό «τρέξιμο», αυτό το έκανε ο…. μικρός! Έτσι θυμάμαι μιά
μέρα που κατέβηκα τα σκαλιά του κ. Θανάση, ζητώντας κάποιο βιβλίο γιά πελάτη μας,
μ’ εντυπωσίασε, καθισμένος σε μιά καρέκλα στη άκρη του μαγαζιού, ένας περίεργος
ανθρωπάκος. Στρογγυλούτσικος, φορώντας σκούρο ναυτικό «σουρτούκο», μπλέ
σκούφο-μπερέ, με εκείνο το μικρό τσουτσούνι στη μέση και, το σπουδαιότερο, με δύο
μεγάλα απλωμένα αυτιά, σαν κεραίες της NOVA!
Μιλούσε με τον Καραβία και, προς στιγμήν, σταμάτησε, αλλά
αμέσως, θεωρώντας κι αυτός αμελητέα την παρουσία μου, συνέχισε να διηγείται κάτι ιστορίες γιά την Κίνα. Ένας αλλόκοτος άνθρωπος έλεγε αλλόκοτα
πράγματα γιά αλλόκοτους κόσμους και αλλόκοτους ανθρώπους! Το μόνο που συγκράτησα
από όλα τα περίεργα που άκουγα, ήταν το όνομα Χονγκ Κονγκ! Η μαγική πόλη που
επισκέφτηκα στο πρώτο μακρινό μου ταξίδι!
Εκείνη την εποχή τέτοιοι
προορισμοί φάνταζαν περίπου εξωγήινοι
γιά την φαντασία ενός πιτσιρίκου 16 χρόνων. Όμως οι διαστάσεις αυτού του
παράξενου ανθρώπου με την περίεργη προφορά που έζησε τέτοιες ιστορίες έγιναν
στη στιγμή τεράστιες, μυθικές! Δεν θυμάμαι πόσο με κράτησε η αφήγηση του
Καββαδία, μαγεμένο, στο μαγαζί του Καραβία, θυμάμαι μόνο πως η μητέρα μου,
ανησυχώντας, φάνηκε στο πλατύσκαλο και με φώναξε.
Τυχαία, τον περίεργο αυτόν
άνθρωπο, τον ξανασυνάντησα στο ίδιο μέρος, 2-3 φορές. Ποτέ δεν έμαθα, δεν
ρώτησα, το όνομά του και ποτέ δεν κατάλαβα πως ήταν ποιητής! Τότε και από
ποίηση είχα μαύρα μεσάνυχτα. Με σημάδεψαν όμως οι εξωτικές διηγήσεις του και με
μπόλιασε με το μικρόβιο της φυγής και του ταξιδιού.
Χρόνια μετά, φανατικός θαυμαστής της
ιδιόμορφης ποίησής του, που σε τραβά σαν μαγνήτης και σε σπρώχνει στην
αναζήτηση της θάλασσας, της περιπέτειας, του ονείρου και της πίστης σ’ αυτόν
τον μποέμικο τρόπο ζωής, τυχαία πρόσεξα πως τρία από τα αξιολογότερα ποιήματά
του είναι αφιερωμένα στον Θανάση Καραβία! Τον φίλο του και, όπως έμαθα, εκδότη των
πρώτων εκδόσεων του έργου του. Τα «Οι προσευχές των ναυτικών», «FEDERICO GARCIA LORKA» και «GUEVARA». Κι έτσι κατάλαβα….!
Σήμερα, το μόνο που με μελαγχολεί
περισσότερο, σκεπτόμενος τον Καββαδία, είναι πως, όπως δείχνουν τα πράγματα, κι
εγώ όπως κι εκείνος, «θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ/και μιά κηδεία
σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες». Κι έτσι συναισθάνομαι απόλυτα την ύστατη
απογοήτευσή του!
Τυχεροί οι λίγοι, εκείνοι που
μπορούν να χαράζουν πορεία και να κρατούν πάνω σ’ αυτήν, το τιμόνι μέχρι τέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου