Μιά σύγχρονη πασχαλινή ιστορία
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Κατέβηκε από το μετρό στο Νομισματοκοπείο, λίγα τετράγωνα από το σπίτι. Ήδη ο ήλιος έτρεχε προς τη δύση, η επίπονη μέρα τέλειωνε κι ο κόσμος, λιγοστός, έσπευδε γιά τα τελευταία ψώνια ώστε να γυρίσει και ετοιμαστεί γιά την υποδοχή της Ανάστασης. Μέτρησε πάλι, γιά σιγουριά, τα λεφτά του και κράτησε στην άκρη λίγα κέρματα γιά τις λαμπάδες. Με τα διαθέσιμα σκέφτηκε να ψωνίσει κάτι, έτσι γιά να δώσει μιά διαφορετική κι επίκαιρη νότα στην αποψινή αναστάσιμη βραδιά και, κυρίως, στο αυριανό….. εορταστικό -τι ειρωνεία- τραπέζι. Θλιβερό λείψανο σε σχέση με την ευωχία των παλαιότερων αντίστοιχων εποχών. Το σούπερ μάρκετ ήταν δίπλα του. Μπήκε και, κατά τα συνήθη, μέτρησε τα ψώνια διπλή φορά, αθροίζοντας τις τιμές στα κρυφά, με μολύβι και χαρτί, μπας και ξεφτιλιστεί αιφνιδιασμένος στο ταμείο. Επέτρεψε στην κουτσουρεμένη οικογένεια την πολυτέλεια ενός μεγάλου ψημένου κοτόπουλου, λίγο τυρί, πατάτες και κάτι ζαρζαβατικά. Σύνολον 28,60, ευτυχώς! Μένουν και κάτι λίγα γιά μπόλικο ψωμί από το φούρνο, που στουμπώνει το στομάχι και χορταίνει την πείνα. Και από βδομάδα, .... βλέπουμε!
Βγήκε στο δρόμο και κατευθυνόμενος προς το σπίτι, δεν είχαν προλάβει να τελειώσουν οι βιτρίνες του καταστήματος, όταν ένα παιδικό κλάμα του τράβηξε την προσοχή και κοντοστάθηκε. Το μικρό αγοράκι, κρατημένο από το χέρι μιάς γυναίκας σπάραζε, καθώς εκείνη προσπαθούσε τραβώντας το ν’ απομακρυνθούν, ενώ εκείνο σέρνονταν στο πεζοδρόμιο αντιδρώντας. Δεν θα ήταν πάνω από 4 ετών και η νέα γυναίκα που το τραβούσε, αρκετά καλοντυμένη και αξιοπρεπής, όπως κι ο μικρός.
Ο Θωμάς πλησίασε αποφασιστικά,
ετοιμάζοντας μεσολαβητική και κατευναστική προσπάθεια, με το δικαίωμα που δίνει
η ωριμότητα της ηλικίας. Ίσως και επικριτική του τρόπου συμπεριφοράς της γυναίκας
προς το μικρό. Πριν επέμβει κι ανοίξει το στόμα του, το παιδί, μεσ’ στο
τσίριγμά του, ακούστηκε να λέει με φωνή, πού ίσα κι ακουγόταν ξέψυχη:
- Πάμε αγάπη μου στο σπίτι.
Μην κάνεις έτσι μεσ’ στο δρόμο και μας βλέπει ο κόσμος. Ντροπή. Θα φάμε στο
σπίτι.
- Μη μου λες ψέματα μανούλα,
στο σπίτι δεν έχει καθόλου φαγητό. Εσύ μου είπες το πρωί πως το ψυγείο είναι
άδειο. Εδώ μέσα έχει πολλά φαγητά. Πάμε εδώ να φάμε.
- Όχι αγοράκι μου, θα φάμε στο
σπίτι. Ο μπαμπάς θα έρθει, αγάπη μου, και θα σου φέρει να φας, επέμεινε το
ίδιο χαμηλόφωνα η μητέρα, χωρίς να βλέπει το Θωμά που σταμάτησε πίσω της, με το
κλάμα του μικρού να καλύπτει το θόρυβο των βημάτων του.
- Πάλι μου λες ψέματα μαμά
μου. Ο μπαμπάς έχει τόσες μέρες που έφυγε και δεν γύρισε. Και σου είπε πως δεν
θα ξανάρθει ποτέ. Τον άκουσα με τ’ αυτιά μου, μαμάκα μου. Σε παρακαλώ, πάμε να
φάμε εδώ. Πεινάω μαμά μου!
Ο Θωμάς κοκάλωσε μονομιάς και η ήδη κρύα ψυχή του πάγωσε εντελώς. Ώστε υπάρχουν και χειρότερες καταστάσεις από τη δική του! Εκεί που πίστευε πως κατείχε το πανελλήνιο ρεκόρ δυστυχίας, βλέπει να του το παίρνουν μέσα από τα χέρια! Δεν μπόρεσε να μετρήσει πόσο χρόνο χρειάστηκε το μυαλό του να «ξεπαγώσει» και πόσο ακόμη του πήρε γιά ν’ αποφασίσει.
Πλησίασε βιαστικά την μητέρα,
την χτύπησε μαλακά στην πλάτη κι όπως αυτή γύρισε αιφνιδιασμένη και τρομαγμένη,
της πρόταξε τη σακούλα.
- Κυρία, αυτό είναι γιά σας. Γιά σας και το παιδάκι σας. Την έχετε περισσότερο ανάγκη από μένα.
Κοιτώντας την στα μάτια, το παχύ στρώμα των δακρύων που ανάβλυσε σ’ αυτά, τον εμπόδισε να διακρίνει το χρώμα τους. Ο μικρός βλέποντας τη σκηνή, σταμάτησε το κλαψούρισμα κι η μητέρα, τρέμοντας και με συστολή, μόλις κατάφερε να ψελλίσει:
- Σας ευχαριστώ, κύριε. Σας ευχαριστώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Ο Θεός να σας το ανταποδώσει, κύριε. Μόνο ο Θεός μπορεί. Ο Θεός που είναι μεγάλος και τα βλέπει όλα.
Ο Θωμάς βιάστηκε να χαιρετήσει και να φύγει. Δεν ήθελε να φανεί κάποιο δάκρυ που άρχισε να σκάει στην άκρη του ματιού του και να το σιγοκαίει. Χάιδεψε τα μαλλιά του παιδιού και ξεκινώντας είπε:
- Χαίρετε κυρία, καλή Ανάσταση.
- Καλή Ανάσταση κύριε. Ο Θεός μαζί σας.
Προσπέρασε τη γυναίκα και κίνησε, βιαστικά με κατεύθυνση προς το σπίτι, σκεπτόμενος αν τα αυγά στο ψυγείο και τα λίγα μακαρόνια στο ντουλάπι θα φτάσουν, μαζί με το ψωμί που θ’ αγόραζε από τον φούρνο δίπλα στο σπίτι, που θα τον προλάβαινε, σίγουρα, ανοιχτό.
Μόλις σήκωσε το βλέμμα και θέλησε να βαδίσει, άλλη έκπληξη τον περίμενε στο πεζοδρόμιο ..… Αλήθεια από πού ξετρύπωσε πάλι ετούτος!!
Ο, ο, ο….Σαμαράς! Λίγο μπροστά του παρακολουθούσε κι αυτός σιωπηλός
τη σκηνή και μόλις ο Θωμάς τον πρόσεξε, γύρισε απότομα και με γοργό βήμα έστριψε
στη γωνία. Αμέσως, με απορία κι έκπληξη ανάκατα, ρίχτηκε στο κατόπι του. Όμως
στρίβοντας κι αυτός, είδε τον δρόμο άδειο! Ο ξένος είχε γίνει καπνός, λες κι
άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Υπέθεσε πως θα μπήκε στην είσοδο κάποιας παρόδιας πολυκατοικίας,
από τις πρώτες μετά τη γωνία, κι ανασηκώνοντας τους ώμους προχώρησε, καθώς το
σούρουπο τύλιγε γιά τα καλά την πόλη. Το μόνο που συγκράτησε από τη νέα
απροσδόκητη συνάντηση, είναι το αδιόρατο χαμόγελο που είχε ο ξένος στο πρόσωπο.
Χαμόγελο απορίας, ικανοποίησης, ή απλά ειρωνικό γιά το κατάντημα των Ελλήνων και τη χαμένη
τους περηφάνεια;
Ποιός ξέρει; Κάτι που, προφανώς δεν θα ήθελε να συζητήσει με τον Θωμά, γιά να μην θεωρήσει εκείνος πως τον
προσβάλει, οπότε προτίμησε να φύγει.
- Να δεις που αυτό θα είναι, σκέφτηκε!
- Να δεις που αυτό θα είναι, σκέφτηκε!
*
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου