Υπάρχουν και καλές μνήμες από τη Βοστώνη!
Γεννήθηκε στην Πάφο, στις 4 Μαϊου 1910. Πάνω από έναν αιώνα
πίσω. Φτωχόπαιδο ήταν και κάποια στιγμή ξεκίνησε τον αθλητισμό στην Λεμεσό. Του
άρεσε να τρέχει από πιτσιρίκος. Κατάφερε, μάλιστα, να πάρει μέρος ως δρομέας με
την ελληνική εθνική ομάδα στους ολυμπιακούς αγώνες του 1936!
Αγροτόπαιδο, με έρωτα για τον αθλητισμό και
ταλέντο, από το 1934 τα μαζεύει και μετακομίζει στο Χαλάνδρι. Έπιασε δουλειά
στην ΔΕΗ (τότε Ηλεκτρική Εταιρεία) και πήγαινε να μετράει τα ρολόγια στα σπίτια
του κόσμου γιά να το μεροκάματο.
Τα χάλασε όμως όλα ο πόλεμος. Υπέφερε ο κόσμος. Μαζί κι αυτός και η οικογένειά του. Το 1940 έκοψε το τρέξιμο και κοίταξε
μόνο να ζήσει. Πείνα! Έβλεπε τους παλιούς του συναθλητές,
εκείνη την μεγάλη ομάδα του 1930, να λιμοκτονούν, ή να τους σκοτώνει ο
γερμανικός κατοχικός στρατός και σπάραζε η ψυχή του. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, τέλειωσε η Κατοχή,
άρχισε η φαγωμάρα του Εμφυλίου. Αδερφός να σκοτώνει αδερφό εκείνα τα μαύρα
χρόνια. Όμως το μικρόβιο του αθλητισμού έμενε αγιάτρευτο μέσα του.
Την μεγάλη απόφαση να
ξανατρέξει την παίρνει το 1946. Ο μαραθώνιος της Βοστώνης του είχε γίνει καϋμός αβάσταχτος. Λίγη προπόνηση, ελάχιστο φαγητό από τους γείτονες, δύσκολα χρόνια, όμως, καλά και σώνει, ήθελε να πάει στην Αμερική. Στην Βοστώνη. Στον φημισμένο μαραθώνιο! Ήλπιζε
ότι και μόνο με την παρουσία του θα μπορέσει να ευαισθητοποιήσει τους
Αμερικάνους γιά να βοηθήσουν τον λαό μας που τα περνούσε δύσκολα όσο ποτέ
άλλοτε. Πώς, όμως, να αγοράσει εισιτήριο για την
Αμερική; Με τι λεφτά; Μαζεύει και πουλάει τα μισά έπιπλα του σπιτιού. Πιάνει
πέντε δραχμές στο χέρι, του δίνουν με τα πολλά και κάμποσα ακόμα από την
δουλειά του και πάει και βγάζει αεροπορικό εισιτήριο. Μονό! Δεν είχε λεφτά ούτε καν γιά εισιτήριο
«μετ' επιστροφής». Μέσα από τα χαλάσματα της Αθήνας, βρήκε το
κουράγιο να πετάξει γιά Αμερική ρισκάροντας τα πάντα. Με μοναδικό σκοπό να
τρέξει! Τίποτα άλλο!
- «Θα πεθάνεις στα πρώτα χιλιόμετρα», του έλεγαν όλοι! Όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα,
Ο πιό δύσκολος μαραθώνιος της εποχής -κι ακόμα
ο πιό φημισμένος- ήταν αυτός της Βοστώνης κι ο Στέλιος, που δεν φοβόταν τα δύσκολα, εκεί στόχευσε. Φαβορί εκείνη τη χρονιά ο τεράστιος Άγγλος Κένεθ Μπέιλι
και ο Αμερικάνος, νικητής της προηγούμενης χρονιάς, Τζόνι Κέλι. Κι από κοντά
ένας Καναδός αθληταράς. Πριν τον αγώνα όλοι οι αθλητές έπρεπε να
περάσουν από γιατρό. Πάει και ο Κυριακίδης, τον εξετάζουν οι Αμερικάνοι γιατροί και του
λένε:
- «Δεν μπορείς να τρέξεις».
- «Μα, γιατί; Γιατί δεν μπορώ, εδώ έκανα τόσο
ταξίδι; Θέλω να τρέξω»!
- «Είσαι πολύ αδύναμος, νεαρέ Έλληνα. Θα πεθάνεις
στον δρόμο από την εξάντληση, έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι. Δεν θα αντέξεις ούτε
γιά μερικά χιλιόμετρα».
Παίρνει ουσιαστικά την προσωπική ευθύνη και λέει:
- «Φέρτε μου το χαρτί να υπογράψω ότι θα τρέξω και αναλαμβάνω εγώ όποιον κίνδυνο
υπάρχει γιά την ζωή μου. Θα τρέξω κι ας πεθάνω εδώ πέρα»! Έτσι κι έγινε.
Ο αγώνας διεξήχθη στις 20 Απριλίου του 1946, σαν μεθαύριο! Ο Κυριακίδης ξεκίνησε αργά, αλλά προχωρώντας τον αγώνα όλο κι ανέβαζε στροφές, καταπίνοντας τους προπορευόμενους. Όλο και πλησίαζε τους
πρώτους, όλο και πατούσε καλύτερα. Στο 40ο χιλιόμετρο έπιασε τον Κέλι, τον
πρωτοπόρο, πάλαιψε μαζί του γιά λίγο και στο τέλος τον προσπέρασε και νίκησε. Ναι, κέρδισε! Και μάλιστα με νέο πανευρωπαϊκό ρεκόρ! Η Αμερική κατάπληκτη παραμιλούσε.
Μετά τον αγώνα, εντυπωσιασμένος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρρυ Τρούμαν καλεί τον Κυριακίδη στον Λευκό Οίκο, μαζί με τον
δεύτερο, τον Αμερικάνο Τζόν Κέλι. (Και όταν λέμε Κέλι πρέπει ν' αναφερθεί ότι επρόκειτο γιά αθλητή που στην καριέρα του ανεδείχθη 15 φορές μέσα στην πρώτη πεντάδα του μαραθωνίου της Βοστώνης, ενώ
το 2000 ανακηρύχθηκε, από το Runner's World, ως ο κορυφαίος δρομέας του
περασμένου αιώνα.
Ρωτάει ο Τρούμαν τον Τζόνι Κέλι:
- «Καλά, βρε
παιδί μου. Πώς έχασες απ' αυτόν τον «κοκαλιάρη» (σημ. έτσι τον έγραφαν οι
εφημερίδες) κι αδύναμο Έλληνα;».
Απάντηση Κέλι:
- «Μόνο εγώ έχασα; Κανένας δεν μπόρεσε να τον κερδίσει. Εγώ έτρεχα
γιά τον εαυτό μου κι αυτός κουβαλώντας στα πόδια του έναν ολόκληρο λαό, έτρεχε γιά μιά ιδέα. Πώς ήταν δυνατόν να χάσει;»!
Ο Τρούμαν χαμογέλασε και γυρνάει προς τον
Κυριακίδη:
- «Εσύ, παιδί μου, είσαι άξιος συγχαρητηρίων. Γιά πες μου τώρα. Τι θες να
κάνω γιά σένα; Θέλεις ρούχα; Τρόφιμα να δυναμώσεις; Χρήματα; Ό,τι θάλεις από μένα, ζήτα το».
Απάντηση Κυριακίδη:
- «Σας
ευχαριστώ, κ. Πρόεδρε. Δεν θέλω τίποτα γιά μένα. Το μόνο που σας ζητώ
είναι, αν μπορείτε, να στείλετε ρούχα και τρόφιμα στα 7 εκατομμύρια Έλληνες που λιμοκτονούν.
Αυτό ζητάω μόνο. Να βοηθήσετε τον λαό μου που υποφέρει».
Αυτό που έγινε μετά ήταν απίστευτο. Από δωρεές
των Αμερικάνων μαζεύτηκαν τόνοι από τρόφιμα, φάρμακα, κουβέρτες. Δεν είχαν πώς
να τα μεταφέρουν. Μόλις βρέθηκαν έξι καράβια, με τη συνδρομή της οικογένειας
Λιβανού, έφτασε η βοήθεια στην Ελλάδα. Το «Πακέτο Κυριακίδη», όπως το ονόμασαν. Συγκεντρώθηκαν, επίσης,
250.000 δολάρια γιά να δοθούν στους ταλαιπωρημένους Έλληνες από την Κατοχή και
τον Εμφύλιο! Ποσό τεράστιο γιά την εποχή. Όλες οι αμερικάνικες εφημερίδες τον
είχαν πρωτοσέλιδο, ενώ ο ίδιος έτρεχε από Πολιτεία σε Πολιτεία της Αμερικής γιά
να φέρει κι άλλη βοήθεια στην τσακισμένη Ελλάδα.
Ένας λαός που πέθαινε στους δρόμους από την
εισβολή του ναζισμού και τον Εμφύλιο, μπόρεσε να χαμογελάσει ξανά απ' αυτόν τον
τεράστιο Έλληνα. Την ημέρα που ήρθε από τις ΗΠΑ στην Αθήνα, στις 23 Μαϊου,
ξεχύθηκε στους δρόμους ένα εκατομμύριο κόσμος, (έτσι γράφτηκε στον τύπο), γιά να τον υποδεχτεί. Είχαν φτάσει απ' όλη την Ελλάδα άνθρωποι
στην πρωτεύουσα γιά να τον ευχαριστήσουν. Εκείνη τη μέρα ήταν η πρώτη φορά που
φωταγωγήθηκε ξανά η Ακρόπολη από τότε που άρχισε ο πόλεμος. Και θεωρήθηκε το
πρώτο χαρμόσυνο γεγονός στον τόπο ύστερα από τόσα καταραμένα χρόνια. Ο
Κυριακίδης έδωσε χαρά, περηφάνια, ανακούφιση στους Έλληνες συνανθρώπους του.
Ο γιός του, αντάξιος γιός, άξιου πατέρα, απλόχερα και χωρίς να ζητήσει ποτέ
καμία αμοιβή, προσέφερε χρόνια μετά όλα τα κειμήλια του Στέλιου Κυριακίδη στο
Μουσείο του Μαραθωνίου δρόμου στον Μαραθώνα, που αξίζει να το επισκεφθούν όλοι, κάποια
φορά. Μέσα σ' αυτά που έγιναν δωρεά στο Μουσείο είναι
και το μετάλλιο τεράστιας αξίας από τον νικητήριο αγώνα στην Βοστώνη. Ένα
μετάλλιο που ήταν συλλεκτικό ακόμα και τότε, αφού ειδικά εκείνη, και μόνο, τη χρονιά
είχε τοποθετηθεί στο κέντρο του ένα διαμάντι!
Ο Στέλιος Κυριακίδης είναι ακόμα και σήμερα
άγνωστος στους περισσότερους Έλληνες φιλάθλους. Στις ΗΠΑ, όμως, έχουν γράψει
βιβλία γιά το κατόρθωμά του, έχουν γυρίσει βραβευμένα ντοκιμαντέρ (NBC) και μιά ταινία από την Disney με παραγωγούς τους Mark Ciardi και
Gordon Gray. Άνθρωπος της προσφοράς, με υψηλά ιδεώδη, γνώστης
της βαριάς κληρονομιάς αυτού του τόπου στον αθλητισμό και τον πολιτισμό, ένας
μοναδικός αθλητής που λατρεύτηκε στην εποχή του. Θα μπορούσε και σήμερα να
αποτελεί φάρο έμπνευσης γιά όλους μας, αλλά μάλλον σε πολλούς το όνομά του δεν
λέει, δυστυχώς, τίποτα!
Κι ας έκανε, πέρα απ' όλα τα άλλα, έναν
τεράστιο άθλο από καθαρά αθλητικής άποψης, αφού η νίκη στον μαραθώνιο της
Βοστώνης, αυτή καθ' αυτή, θεωρείται κάτι τρομερά δύσκολο.
Αλίμονο, στέρφα πλέον η μήτρα που γένναγε τέτοια παιδιά ψάχνει μ' αγωνία ένα νέο θαύμα, μέσα στην παρακμή του σύγχρονου ελληνισμού, προσβλέποντας στην αναγέννηση.
Αλίμονο, στέρφα πλέον η μήτρα που γένναγε τέτοια παιδιά ψάχνει μ' αγωνία ένα νέο θαύμα, μέσα στην παρακμή του σύγχρονου ελληνισμού, προσβλέποντας στην αναγέννηση.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχόλιο για τη φωτογραφία ψηλά με το καπέλο....
ΑπάντησηΔιαγραφή"Με τα ψηλά καπέλα μας
που τα `χουμε για ομπρέλα μας,
κάνουμε κάθε τρέλα μας Αμερικάνικη,
εκεί σε κάθε πάμπα μας
τραβάμε και τη σάμπα μας,
την έχουμε στη στάμπα μας γι’ Αμερικάνικη.
μ’ αρέσει αυτό το σύστημα το καουμπόικο."
Ωραία χρόνια!
Πλάνη πολλαπλή, αλλά απολύτως δικαιολογημένη.
ΑπάντησηΔιαγραφή-Το καπέλλο δεν είναι αμερικάνικο, είναι από σαφάρι στην Κένυα. Αγορασμένο καμιά 30/ριά χρόνια πριν! Στο κέντρο του γράφει, δεν φαίνεται καλά στη φωτογραφία, Lion!
Μαζί με το ριγέ, (άσπρο-μπλέ), πουκάμισο, αποτελεί μακρόχρονη πρόληψη. Λόγω πολλών και μεγάλων πτήσεων,(αρχηγίες group), χρειαζόμουν οπωσδήποτε ... γούρι. Δεν έμπαινα σ' αεροπλάνο, χωρίς αυτή την αμφίεση.
- Η φωτογραφία είναι από ζωγραφικό πίνακα! Φτιαγμένο, προ αμνημονεύτων χρόνων, από φωτογραφία, στην... Πατάγια. Από όντως εξαίρετο καλλιτέχνη, διαλεγμένον επιμελώς! Ανέβασα αυτή γιά προφανείς λόγους... αβάντας! Γιατί τώρα.....βράστα!
Είπαμε, "πίσω στα παλιά"! Δεν είπαμε; Η συνέπεια προ πάντων!!
Δεν τα βράζω !
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντιστέκομαι σθεναρώς!
Κάνε το ίδιο...θυμήσου το "κάθε ηλικία έχει την χάρη της".
Τα εμπεριέχει όλα...και συμφέρει!
Το σλόγκαν σου μου θυμίζει έντονα κάτι που πρωτάκουσα μικρός:
ΑπάντησηΔιαγραφή- "Παιδί μου, τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία"!
Κατ' αρχήν συμφώνησα. Μετά όμως σκέφτηκα πως αυτός που τα έλεγε αυτά είχε:
- Τρία ελαιουργεία. Στον Κολωνό, την Πάτρα και τη Μυτιλήνη.
- Μία Μπουίκ αμερικάνικη, ένα στρέμμα.
- Μιά διώροφη μονοκατοικία στη Κυψέλη.
- Ένα πορτοφόλι τίγκα.
- Μιά ωραία γυναίκα, Γερμανίδα, με περιουσία στη Γερμανία και
- Μιά τσιγγουνιά απέραντη. Ούτε μιά πλάκα σοκολάτα δεν ποτέ είδα από το χέρι του!
Κατόπιν αυτού, έγινα..... ρεαλιστής! Και δεν... παρηγοριέμαι εύκολα, ούτε αυτοπαραμυθιάζομαι! Θεωρώ πως ο δρόμος γιά την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις και λόγια... παρήγορα!
Καλές οι "τωρινές χάρες", όμως προτιμώ τις.... άλλες, τις.... παλιές, έστω και λειψές!
Ά, και κάτι που ξέχασα να παρατηρήσω πάνω στο σχόλιό σου, και που όταν το σκέπτομαι, γενικώς σαν θέμα, σκάω στα γέλια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε αφορμή το "αντιστέκομαι", ο νους με πάει στα μεταχουντικά χρόνια, όπου όλοι, εν μιά νυκτί και μόνη, από "χουντικοί", προέκυψαν... "αντιστασιακοί" και δημοκράταροι! (Π.χ. ο Λαμπράκης και "ΤΑ ΝΕΑ" του).
Έτσι, έπλασα με τη φαντασία μου, (μιά και ο όρος αντικατέστησε κάθε άλλη ιδιότητα. Π.χ.
- "Τάδε Ταδόπουλος, δικηγόρος".
- "Χαίρω πολύ. Δείνα Δεινόπουλος, αντιστασιακός".)
την εξής εικόνα του... "αντιστασιακού:
"Μιά κουκλάρα, θεογκόμενα, ντυμένη έξαλλα και προκλητικά, εσύ την πλησιάζεις από πίσω, τη... χουφτώνεις κανονικά κι αυτή λικνίζεται με νάζι και σου λέει:
- Αχ, μή καλέ, ντροπή!
Αυτό θα πει "αντιστασιακή"!!!"
Αυτή η εικόνα, μου γελοιοποίησε και αποδόμησε τελείως τον όρο "αντίσταση" και τα παράγωγά του.
Έκτοτε θεωρώ πως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης ενός πειρασμού, είναι να... ενδώσεις!
Η σειρά μου να γελάσω...με πικρία!
ΑπάντησηΔιαγραφή