Επικαιρότης
Λένε οι σοφοί πως το πιό άγριο ζώο στην παγκόσμια πανίδα είναι… ο άνθρωπος. Κι αυτό, βασικά, γιατί σκοτώνει εκτός διαδικασίας διατροφής και επιβίωσης. Γιά μύριους όσους λόγους και τρόπους. Το γεγονός δεν χρειάζεται επιβεβαίωση, είναι αυταπόδεικτο.
Λένε οι σοφοί πως το πιό άγριο ζώο στην παγκόσμια πανίδα είναι… ο άνθρωπος. Κι αυτό, βασικά, γιατί σκοτώνει εκτός διαδικασίας διατροφής και επιβίωσης. Γιά μύριους όσους λόγους και τρόπους. Το γεγονός δεν χρειάζεται επιβεβαίωση, είναι αυταπόδεικτο.
Χθες, τυχαία, έπεσε στην αντίληψή
μου η περίπτωση του Μπεν, του όμορφου λυκόσκυλου του ΣΔΟΕ, στην Πάτρα. Ανέτρεξα
στο διαδίκτυο και είδα τη φωτογραφία του.
Κατά διαβολική σύμπτωση, είχα κι
εγώ , μέχρι πέρυσι, κάποιον Μπεν, όχι λυκόσκυλο αλλά μπασταρδοντόμπερμαν, που
τριγύριζε κι έπαιζε, φιλικός και χαζοχαρούμενος στο κτήμα.
Τρυφερός, αγαπησιάρης, αθώος. Κι αυτός
ο Μπεν, ο δικός μου Μπεν, βρέθηκε ένα πρωί μέσα σε μιά λίμνη μαύρου αίματος και
εμετού και με πλήθος από νεκρές μύγες δίπλα του, οι οποίες περίεργες και
αδηφάγες, είχαν σπεύσει να δοκιμάσουν το δηλητηριώδες έδεσμα που ξέρασε το
στομάχι του Μπεν, στην απεγνωσμένη προσπάθεια που έκανε το ένστικτο της επιβίωσης, γιά ν’
αποφύγει την κακή του μοίρα.
Αναίτια κι εντελώς αδικαιολόγητα, αφού οι σχέσεις μου με τους πέριξ είναι υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες.
Αναίτια κι εντελώς αδικαιολόγητα, αφού οι σχέσεις μου με τους πέριξ είναι υποτυπώδεις έως ανύπαρκτες.
Η νεκρική του στάση πρόδιδε όλη
την αγωνία που συνόδευσε τις τελευταίες του στιγμές.
Η περίπτωση του Μπεν του ΣΔΟΕ μου ξανάφερε, έντονα, στη μνήμη την περίπτωση του «δικού» μου Μπεν και η σκέψη μου αγκάλιασε όλους τους Μπεν του κόσμου, που η ανθρώπινη κτηνωδία «περιποιείται» με γεωργικά δηλητήρια ή σπασμένα γυαλιά, προκειμένου να λύσει ανθρώπινους λογαριασμούς, ή έτσι, γιά …πλάκα!
Η περίπτωση του Μπεν του ΣΔΟΕ μου ξανάφερε, έντονα, στη μνήμη την περίπτωση του «δικού» μου Μπεν και η σκέψη μου αγκάλιασε όλους τους Μπεν του κόσμου, που η ανθρώπινη κτηνωδία «περιποιείται» με γεωργικά δηλητήρια ή σπασμένα γυαλιά, προκειμένου να λύσει ανθρώπινους λογαριασμούς, ή έτσι, γιά …πλάκα!
Άργησα πολύ να κοιμηθώ. Όμως όταν
ο λυτρωτικός ύπνος ήρθε, επί τέλους, έφερε μαζί του κι ένα πολύ γλυκό όνειρο. Είχα,
λέει, απέναντί μου όλη εκείνη τη στρατιά των ανθρώπων που πέταγαν φόλες στα
ανυποψίαστα κι ανυπεράσπιστα ζώα. Καθισμένους σε καρέκλες και δεμένους με τα
χέρια πίσω. Το ίδιο ανυπεράσπιστους, όσο τα θύματά τους, οι Μπεν των δρόμων και
των αυλών. Μιά απέραντη σειρά από καρέκλες. Κι εγώ προχωρούσα μπροστά τους,
σέρνοντας ένα καροτσάκι γεμάτο φόλες. Μπιφτέκια με παραθείο, με DDT, με σπασμένα γυαλιά και
με όλες τις καλές λειχουδιές που ξεγελούν τα ανύποπτα ζώα και τα στέλνουν στον
Παράδεισο, αφού η Κόλαση δέχεται μόνο ανθρώπους.
Με ιδιαίτερη χαρά και αγαλλίαση,
μπούκωνα στον κάθε δεμένο εγκληματία το ανάλογο «έδεσμα» που επιδαψίλευε στα αθώα
θύματά του κι απολάμβανα την επιθανάτια αγωνία του, πριν προχωρήσω στον επόμενο.
Και το όνειρο κράτησε μέχρι το πρωί, που με βρήκε πιό ανάλαφρο και πιό ανακουφισμένο.
Η Νέμεση της αυταπάτης, ή η
αυταπάτη της Νέμεσης. Άλλοι ζουν γιά να ονειρεύονται κι άλλοι ονειρεύονται γιά
να ζήσουν. Και να φτιάξουν τον κόσμο καλύτερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου