"Αχ', που 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος" !
Η Ντίνα, ο Ορφέας, (τότε "Σάντρο") και στο βάθος ο Γιάν. Καραναστάσης |
Θα πρέπει να ήταν άνοιξη του
1965. Εκείνα τα χρόνια
μεσουρανούσε στην Αθήνα η εφημερίδα «Μεσημβρινή», απογευματινή έκδοση της
μεγάλης κυρίας της ελληνικής δημοσιογραφίας, της Ελένης Βλάχου. Μιά εφημερίδα
εντελώς αλλιώτικη από τις άλλες που με τις πρωτοποριακές της πρωτοβουλίες έφερε
επανάσταση στο εκδοτικό κατεστημένο της εποχής. Ψυχή της εφημερίδος ο Νίκος
Μαστοράκης, νεαρός, ζωηρός και πασίγνωστος στη νεολαία. Ξεκίνησε από το
ραδιόφωνο με μιά μουσική εκπομπή, («Λεωφορείο
η μελωδία», νομίζω την έλεγε) και μετά διοργάνωνε, διάσπαρτα στις αθηναϊκές
γειτονιές, τα λεγόμενα «μουσικά πρωινά», ξεσηκώνοντας τα... άλκιμα νειάτα και χτίζοντας
προσωπική φήμη. Εγώ τον διασταύρωσα, καθόλου fan αυτού του είδους της μουσικής, μόνο μιά φορά σε κάποια
ισόγεια αίθουσα κάπου στα Πατήσια. Ο Μαστοράκης, ρηξικέλευθος και πραγματικά ανήσυχος
και προοδευτικός τύπος, με τις φρέσκες ιδέες του είχε κερδίσει την εύνοια της
Βλάχου και τον φθόνο των συναδέλφων του, ιδίως των παλαιοτέρων. Θυμάμαι τον
Δημήτρη Ψαθά, χρονογράφο τότε στην πρώτη σελίδα στα «ΝΕΑ», να τον αποκαλεί
συνεχώς και σκωπτικά, ο «δαιμόνιος ρεπόρτερ»!
Μία από τις πρωτοτυπίες που ο Μαστοράκης καθιέρωσε στη «Μεσημβρινή» ήταν ένα παιχνίδι που το έλεγαν «Στόχος». Σου έδινε δέκα γράμματα και σου ζητούσε να φτιάξεις μ’ αυτά όσες περισσότερες λέξεις μπορούσες. Κάθε λέξη, ανάλογα με το πλήθος γραμμάτων, είχε τη βαθμολογία της και ο συγκεντρώνων μεγαλύτερη βαθμολογία έβγαινε νικητής του κάθε διαγωνισμού κι έβλεπε το όνομά του δημοσιευμένο. Εκεί εδραίωσα την αγοραφοβία μου κι έστελνα λύσεις με διάφορα ονόματα, σαν τους πολυώνυμους απατεώνες, και μπολιάστηκα με την ιδέα του ψευδωνύμου.
Τότε ο Μαστοράκης έπεισε την
Βλάχου να διοργανώσει, ως «Μεσημβρινή», το Α’ Ράλλυ Αντίκα! (Το μπάσιμο του
Μαστοράκη και στην υπόθεση «αυτοκίνητο» άρχισε με τα «κυνήγια του θησαυρού»,
που οργάνωνε και αναστάτωναν νυχτιάτικα την Αθήνα, δημιουργώντας απίθανες
πλάκες, κάνοντας τον Διοικητή της Τροχαίας να τραβάει τα μαλλιά του και να
διαμαρτύρεται στη Βλάχου γι’ αυτόν τον «παλαβό» συντάκτη της που «τρελαίνει»
την κυκλοφορία της Πρωτεύουσας! Όμως αυτά θα τα πούμε άλλη φορά!).
Ο αγώνας ήταν προγραμματισμένος να ξεκινήσει ένα πολύ ωραίο ανοιξιάτικο κυριακάτικο πρωινό από το Παναθηναϊκό Στάδιο και τα μετέχοντα αυτοκίνητα, θα ανέβαιναν διαδοχικά την Βασ. Κωνσταντίνου, την Βασ. Σοφίας και την Κηφισίας και θα τερμάτιζαν στο Ζηρίνειο της Κηφισιάς, όπου κάτω από το βλέμμα των θεατών της υπερπλήρους μικρής εξέδρας του Γυμναστηρίου, θα έκαναν και μιά δοκιμασία δεξιοτεχνίας, η οποία και θα έκρινε, πιθανότατα, τον νικητή.
Έχοντας, ήδη, μπολιαστεί με το
αγωνιστικό μικρόβιο, με καβάλησε ο διάολος να πάρω κι εγώ μέρος στον αγώνα! Έλα
όμως που δεν είχα αμάξι αναλόγου παλαιότητος. Έτσι βγήκα στις οδούς και τις
ρούγες, πέριξ της Πλατείας Βικτωρίας, αναζητώντας… σαράβαλο. Τελικά, εντόπισα
κάποιον καφετζή, επί της Γ’ Σεπτεμβρίου, που διέθετε ένα μικρό Αustin παρκαρισμένο μόνιμα μπροστά
στο καφενείο του. Ψηλός, μουστακαλής και… καράβλαχος! Δεν χρειάστηκαν πολλά γιά
να τον πείσω να μου το νοικιάσει το Σαββατοκύριακο του αγώνα, αφού το δέλεαρ
που του πρότεινα ήταν αρκετά … χορταστικό! Δώσαμε τα χέρια και πήγα ανέμελος,
Παρασκευή απόγευμα, να τον πληρώσω και να πάρω το αμάξι γιά μιά μικρή αναγνωριστική βόλτα, έτσι γιά
εξοικείωση. Να κοιτάξω βενζίνες, λάδια και όλα τα σχετικά προκαταρτικά, ώστε το αμάξι να είναι έτοιμο γιά... δράση. Και
τότε ο καφετζής μου είπε πως… άλλαξε γνώμη
και δεν…. το νοικιάζει! Μου ήρθε νταμπλάς.
- Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου. Τίποτα! Βρε να σου δώσω παραπάνω. Τίποτα ο στούρνος!
Τελικά, (-'Αει σιχτίρ, σκατίβλαχε!), με την αγωνία και τη λαχτάρα
του κακομαθημένου παιδιού που του πήραν το… παιχνίδι, άρχισα να παίρνω σβάρνα τους
παράλληλους της Αχαρνών δρόμους, όπου υπήρχαν πολλά συνεργεία, κυνηγώντας την ουτοπία! Ένα
παλιό αυτοκίνητο, κάτι που, ομολογουμένως, τότε δεν σπάνιζε και τελείως.
Ω' του θαύματος, μετά κάμποση περιπλάνηση, κάπου στην Αλκιβιάδου ξετρύπωσα, σ’ ένα άθλιο παράπηγμα-γκαράζ, ένα ομοίως ερειπωμένο σαράβαλο αυτοκινητάκι, σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης. Κατά σύμπτωση δε, ήταν κι αυτό Austin, και μάλιστα ...κόνβερτιμπλ!
Ω' του θαύματος, μετά κάμποση περιπλάνηση, κάπου στην Αλκιβιάδου ξετρύπωσα, σ’ ένα άθλιο παράπηγμα-γκαράζ, ένα ομοίως ερειπωμένο σαράβαλο αυτοκινητάκι, σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης. Κατά σύμπτωση δε, ήταν κι αυτό Austin, και μάλιστα ...κόνβερτιμπλ!
Τρελός από χαρά, σε χρόνο μηδέν συμφώνησα με τον γκαραζιέρη, ο οποίος έδειχνε να κάνει την τύχη του μπλέκοντας μ' έναν τρελό, και διανυκτέρευσα εκεί, μαζί
του, προκειμένου ν’ αναστήσουμε πάλι τον … Λάζαρο! Μέχρι το Σάββατο μεσημέρι, δυό-τρεις
μουντζούρηδες μαστόροι πιλάτευαν το ρημάδι που, τελικά, πήρε εμπρός με χίλιες δυό επισκευές και πρόχειρες…. πατέντες!
Έτσι, πρωί-πρωί την Κυριακή το σαράβαλο με το πλήρωμά του, την …βαμπ Ντίνα Π., (μία γυναίκα έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά στο πλήρωμα!), και τον Γιάννη Καραναστάση, (πατέρα του ηθοποιού Διαμ. Καραναστάση), και οδηγό την…. αφεντιά μου, άραζε μαζί με πλήθος άλλα όμοιά του συμμετέχοντα στον αγώνα σαραβαλάκια, μπροστά στο Καλλιμάρμαρο, όπου όλοι μαζί προσπαθούσαμε να στηρίξουμε στον μπροστινό προφυλακτήρα την ταμπέλλα συμμετοχής και τα πλαστικά αυτοκόλλητα Νο 45, στις πόρτες.
Εντυπωσιακή ήταν η πολύ
οργανωμένη συμμετοχή του Γ. Ραπτόπουλου, γνωστού και άριστου οδηγού αγώνων, με
αυτοκίνητο, νομίζω Φορντ, εκείνα τα παλιά ψηλά και τεράγωνα, στολίδι της αντιπροσωπείας, που βγήκε καλογυαλισμένο από την βιτρίνα, ειδικά γι' αυτόν τον αγώνα! Βρήκαν ευκαιρία να το…. ξεμουδιάσουν λιγάκι
και ανέθεσαν στον ραλλίστα Ραπτόπουλο, ντυμένο με ενδυμασίες εποχής, (φράκο ημίψηλο,
κρινολίνα και τέτοια), να το οδηγήσει. Αυτός, φυσικά, και νίκησε! Χάρμα ιδέσθαι το συνολάκι, παρασάγγες από όλες τις άλλες συμμετοχές, και άρα πανάξιος νικητής. Αφού το αγωνιστικό μέρος του... αγώνα ήταν απλοϊκό και πανεύκολο.
Εκεί, μέσα στο γενικό χαμό της αφετηρίας, ξαφνικά και αναπάντεχα, βλέπω και τον βλάχο καφετζή που με είχε … πουλήσει, να μετέχει στον αγώνα με τα δύο κοριτσάκια του γιά συνοδηγούς! Τον μίσησα διπλά και δεν άντεξα. Πλησιάζοντας, αγανακτισμένος, του πέταξα:
- Φτου σου, ρε παλιοπ…η κ..οκαφετζή, να χ…ω τη
μουστάκα και την μπέσα σου!
Έκανε το κορόιδο, κοιτώντας, τάχα,
αλλού!
Η σακαράκα μου πήγαινε αξιοπρεπώς μέχρι τα σίδερα Χαλανδρίου. Περνούσαμε κανονικά το κάθε κοντρόλ και είμαστε απόλυτα μέσα στους χρόνους μας, όταν άρχισαν ν’ ακούγονται από τη μηχανή κάτι περίεργοι ήχοι που δεν μου άρεσαν καθόλου, ενώ το ψυγείο άρχισε να καπνίζει αρειμανίως, σαν ηφαίστειο. Η θύελλα επερχόταν δρομαίως. Από το παρατεταγμένο πλήθος, που δεν άφηνε ούτε μέτρο πεζοδρομίου κενό στη διαδρομή μέχρι το Ζηρίνειο, προμηθευτήκαμε νερό μαζί μ’ ένα… ποτιστήρι, το οποίο μας παρεχώρησε ο ιδιοκτήτης του πολύ ευγενικά και ο αγώνας άρχισε να γίνεται μαρτυρικός. Κάθε λίγο και λιγάκι το νερό στο τρύπιο ψυγείο, δρόσιζε προσωρινά την κατακουρασμένη μηχανή, που σερνόταν στο τελευταίο της μαρτύριο, με πραγματικό Γολγοθά….. το ζόρι της ανηφόρας του Αμαρουσίου! Λίγα μέτρα πριν από την είσοδο του Γυμναστηρίου, το σαράβαλο εξέπνευσε, βγάζοντας ένα παραπονεμένο τελευταίο μουγκρητό, που σ' εμένα ακούστηκε σαν... "Τετέλεσται". Έτσι στο τσακ! στερηθήκαμε την δόξα, τουλάχιστον, ενός αξιοπρεπούς τερματισμού στην κανονική διαδρομή, αφού γιά συμμετοχή στην δεξιοτεχνία και βαθμολογία στη γενική κατάταξη, ούτε λόγος να γίνεται.
Όμως η ιστορία δεν τέλειωσε εδώ, δυστυχώς. Ένας συμφοιτητής μου, ο Σώτος Παπαστεφάνου, που βρέθηκε εκεί θεατής, προθυμοποιήθηκε να με ρυμουλκήσει μέχρι το γκαράζ του ιδιοκτήτου, στην Αλκιβιάδου, με ένα Φιατάκι 1100 που διέθετε. Ένα σχοινί και το κομβόι ξεκίνησε αργά γιά την άδοξη επιστροφή, σαν τη νικημένη στρατιά του Ναπολέοντα, στην απέραντη ρωσική στέπα! Μέχρι το Ψυχικό, όλα πήγαιναν κανονικά. Εκεί, παρασυρμένος από τη συζήτηση με κάποιο συνεπιβάτη που είχε και άπειρος από ρυμουλκήσεις, ο Σώτος ξεχάστηκε στο τι κουβαλάει πίσω του και πάτησε γκάζι αμέριμνος, κάνοντας το σαραβαλάκι μου να τρέμει σύγκορμο, έτοιμο να διαλυθεί. Όταν ο Σώτος κατάλαβε από τις απεγνωσμένες μας χειρονομίες κι έκοψε απότομα ταχύτητα, αφού φώτα και κόρνα το ερείπιο δεν διέθετε, (περιττές πολυτέλειες), τα φρένα του Austin δεν κράτησαν κι έτσι το σαράβαλο μεν, αλλά σιδερένιο δε, εγγλέζικο θηριάκι, κόντυνε το ιταλικό μημουαπτικό κουβαδάκι, τουλάχιστον 10 πόντους, καθώς κόλλησε, ασυγκράτητο πίσω του! Μπάαααμ!
Το πόσο μου στοίχισε τελικά αυτή η ιστορία, ούτε που ήθελα να θυμάμαι. Ηθικά και οικονομικά. Τόσο που η απονομή αναμνηστικού διπλώματος συμμετοχής, ιδιοχείρως από την αείμνηστη Κυρία Βλάχου, να μην πατσίζει ούτε ελάχιστο τμήμα του στραπάτσου. Σήμερα το γεγονός αυτό, αποστασιοποιημένο στο χρόνο, αποπλυμένο κι εξαγνισμένο από το χάλι της σημερινής εφιαλτικής πραγματικότητος, μιά τυχαία σύμπτωση το έβγαλε, νοσταλγικά, στην επιφάνεια!
Καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ καλό με μια παρατήρηση...ποτέ ημερομηνίες
μαζί με φωτογραφίες!
Αστειεύτηκα!
Δεν βαριέσαι, "μηκέτι καιρός" γιά τέτοιου είδους ματαιοδοξίες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο μακρύτερα φαίνονται κάποια γεγονότα, τόσο καλύτερος ...ακροβάτης μοιάζεις, στο τεντωμένο σχοινί του χρόνου! Φευ!