Κουτοπονηριές, μελαγχολία και ταξιδιωτικές μνήμες.
Πάσχα Ελλήνων. Πάσχα ιλαρόν! |
Μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ, έκανε το γνωστό κουτοπόνηρο κόλπο. Έβαλε «μπίρ
παρά», και με ζημιά της, μερικά αρνιά -αυτό ήταν το «τυρί»- προκειμένου να δελεάσει
πελάτες και να μπουν στη «φάκα» των υπολοίπων ειδών που, ενδεχομένως, να
πουλούσε και ακριβότερα από άλλους ανταγωνιστές της. Και μέχρις εδώ ας πούμε
καλά. Δεν νομίζω πως τέτοια τρύκς παραβιάζουν τον νόμο. (Το αλήστου μνήμης «ηθικό
και το νόμιμο»!).
Η θλίψη και η μελαγχολία, γιά την στήλη, έγκειται στο μετά. Στις ατέλειωτες
ουρές που δημιουργήθηκαν από τα χαράματα μπροστά στις κλειστές πόρτες των
καταστημάτων της αλυσίδας, προκειμένου οι αγοραστές να… προλάβουν την «θεόπεμπτον
ευκαιρία». Και να τα μαλλιοτραβήγματα, να η κλωτσοπατινάδα, να και τα θριαμβευτικά
χαμόγελα όσων… περιούσιων εκλεκτών πρόλαβαν το… στοκ πριν εξαντληθεί, εν ριπή
οφθαλμού!
Αθλιότης, μιζέρια και ταλαιπωρία για 10 με 15 ευρώ διάφορο! Επ’ ουδενί
πείθομαι πως η ανάγκη έσπρωξε τις εκατοντάδες, (ίσως και χιλιάδες), συμπολίτες μας
να μπουν σ’ αυτή τη διαδικασία αυτοεξευτελισμού. Οι πλείστοι από δαύτους «κουβανούν»,
όπως λέει ο ποιητής, τους «Κύκλωπες» και τους «Λαιστρηγόνες», δηλαδή την
κακομοιριά και την ευτέλεια, στην ψυχή τους και όχι στην τσέπη τους. Όσο γιά τη
στήλη, οι σχέσεις της με αρνιά, σούβλες και τσίκνα, είναι κομμένες από χρόνια.
Κάθε Πάσχα η μνήμη με γυρίζει χρόνια πίσω. Φέτος κλείνουν ακριβώς 25
συναπτά έτη από το γεγονός που θα περιγράψω. Συνόδευα, τότε, γκρουπ καμιά
25/αριά ατόμων σε Ινδία, Κασμίρ και Νεπάλ. Ταξίδι ικανό να αναθεωρήσει το βάθρο
όπου στηρίζεται ολόκληρο το πλέγμα των
ηθικών αξιών ενός ανθρώπου.
Ένα πρωί, πολύ πριν το χάραμα, με την τσίμπλα στο μάτι κι έναν καφέ στα
όρθια, αφήσαμε την χλιδή ενός πολυτελέστατου ξενοδοχείου της σειράς «Ταζ», και
πήραμε το δρόμο προς τον Γάγγη, το ιερό ποτάμι της Ινδίας. Μαζί με ένα πολύβουο
και παρδαλό πλήθος χιλιάδων, ίσως και μυριάδων, (Χ10), ανθρώπων, πηγαίναμε να
χαιρετίσουμε και εμείς, όπως οι πιστοί ινδουιστές, την ημέρα, καθώς ο λαμπερός
ήλιος θα έβγαινε, σαν μέσα από το νερό, από την απέναντι όχθη. Ήμασταν στο Βαράνασι,
(παλαιό Μπενάρες), μία από τις αρχαιότερες, άρα και πιό ιερές, πόλεις της Γης.
Πλησιάζοντας το ποτάμι οι δρόμοι στένευαν, τα πλήθη συνωθούνταν σ’ αυτούς
και η μπόχα από περιττώματα και ούρα ανθρώπων και ζώων, διάσπαρτα χάμω στα
χωμάτινα σοκάκια, όπου το γκρούπ τσαλαβουτούσε θέλοντας και μη, ήταν
αποπνικτική. Δεξιά κι αριστερά, μικρές σκοτεινές τρύπες, που λόγω σκότους φαίνονταν
σκοτεινότερες, έπαιζαν ρόλο πόρτας. Από εκεί ξεπρόβαλλαν πότε αγελάδες, κατά
προτεραιότητα, και πότε άνθρωποι. Αναλόγως! Και κατά καιρούς μιά βιαστική κουστωδία
μας προσπερνούσε, φωνάζοντας στα ινδικά κάτι, περίπου, σαν την ελληνική
προειδοποίηση: «Λερώνει, λερώνει!» και στριμώχνοντάς μας περισσότερο. Κουβαλούσε
μ’ ένα φορείο στηριγμένο πάνω στο κεφάλι δύο Ινδών, ένας μπρος, ένας πίσω,
κάποιον νεκρό του οποίου τα χέρια αιωρούνταν, πέρα-δώθε, έξω από το φορείο. Σαν
να επιζητούσε αποχαιρετιστήριες χειραψίες! Πού και πού, ένα μισοαπλωμένο χέρι
ζητιάνου χωνόταν στη μούρη σου εκλιπαρώντας βοήθεια. Το μισό δεν είναι σχήμα λόγου, αλλά κυριολεξία. Το
καταλάβαινες καλύτερα όταν έβλεπες πως του έλειπε πότε μύτη, πότε αυτί, πότε
χέρι, πότε και λίγο απ’ όλα. Ήταν λεπρός!
Στο σημείο αυτό είχαμε το πρώτο κρούσμα υστερίας από κομψή Ατθίδα του
γκρουπ, η οποία ντυμένη, στολισμένη, παρφουμαρισμένη και με γόβα στιλέτο, παρά τις
σχετικές προειδοποιήσεις, νόμιζε πως θα έβγαινε βόλτα στις μπουτίκ της Βουκουρεστίου!
Με τις πρώτες κραυγές ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός. Ο ξεναγός, με την κεκτημένη
εμπειρία του, την ανέθεσε σε κάποιο πιτσιρίκο, από τους πολλούς που μας συνόδευαν…
τιμητικά, γιά να την γυρίσει στο ξενοδοχείο, βάζοντας στο χέρι του μερικές
ρουπίες. Οι υπόλοιποι γαβριάδες κοιτούσαν τον τυχερό με ζήλεια και περίμεναν με
ανυπομονησία το επόμενο… κρούσμα!
Φθάνοντας στην όχθη, με μικρή προάφιξη από τον ήλιο, το θέαμα ήταν
μοναδικό. Όλο το πολύχρωμο πλήθος τσαλαβουτούσε στα ρηχά. Άλλοι γυμνοί, άλλοι
ντυμένοι κι άλλοι μισόγυμνοι. Άντρες, γυναίκες, γέροι, νέοι και παιδιά. Κάποιοι λούζονταν με σαπούνι, κάποιοι, δίπλα,
έπλεναν δόντια και πάρα δίπλα, ένας ολόγυμνος κοιλαράς «γκουρού», (διακριτός
από τα μαλλιά και το μπογιατισμένο πρόσωπο), με το νερό να του φτάνει μέχρι το
γόνατο, μισοκαθόταν, βουτούσε τον πισινό του στο ποτάμι και, άγνωστο πώς,… αναρουφούσε νερό! Μετά σηκωνόταν και…
φρούουουου, έκανε την…. τρύπα βρύση! Και άντε πάλι! Λειτουργούσε όπως τα «πουάρ»
του κλύσματος! Εξάγνιζε, λέει, τον εσωτερικό του… κόσμο, προκαλώντας τον
θαυμασμό των πιστών γιά… το κατόρθωμα.
Στο μεγαλύτερο μέρος της η όχθη είχε σκαλιά, τα λεγόμενα «γκατς», όπου
κάθονταν οι πιστοί, με το σκηνικό να μοιάζει με κερκίδες πισίνας, όπου οι
θεατές παρακολουθούν κολυμβητικούς και κωπηλατικούς αγώνες. Το αργοκύλισμα του
ποταμού κουβαλούσε μεγάλες μαούνες, τίγκα στους τουρίστες, οι οποίοι
απαθανάτιζαν ό,τι έβλεπαν στην όχθη. Ξαφνικά, ένα τυμπανιασμένο πτώμα φάνηκε να
πλέει κι αυτό ανάμεσα στις βάρκες. Στην αρχή νομίσαμε πως ήταν κάποιο ψοφίμι ζώου.
- Α΄, δεν είναι τίποτα. Είναι
μοναχός! Τους μοναχούς και τα μωρά παιδιά, αν πεθάνουν, δεν τα καίμε. Οι μοναχοί, εξαγνισμένοι, δεν κάνουν
αμαρτίες και τα μωρά δεν πρόλαβαν! ΄Ετσι μ’ ένα σκοινί στο λαιμό, μιά πέτρα γιά
βάρος κι ένα… μπλουμ στον Γάγγη, τελειώνουμε! Αν τώρα υπάρξει πρόβλημα με την… άγκυρα, προκύπτει το θέαμα που βλέπετε.
Όμως το σπουδαιότερο ακολούθησε. Από νωρίς, σε διάφορα αφημένα πλατώματα
ανάμεσα στα γκατς, τοποθετούνται στρώσεις εύφλεκτου ξύλου και πάνω τους τοποθετείται
ο νεκρός. Θεωρείται ύψιστη θεϊκή εύνοια η δυνατότητα να αποτεφρωθείς στην όχθη
του Γάγγη και η τέφρα σου να πέσει, κατ’ ευθείαν, σ’ αυτόν. Η ποιότητα του ξύλου
και το γενικό στήσιμο της πλατφόρμας χαρακτηρίζει και το κοινωνικό στάτους του
νεκρού.
Η παρακολούθηση της διαδικασίας ταφής και, ιδίως, οι φωτογραφήσεις
αποτελούν, γενικώς, ασέβεια στη μνήμη του νεκρού και δεν επιτρέπονται, εκτός… Έγκαιρα
ενημερωμένος και κατάλληλα προετοιμασμένος, με μία μεγάλη κούτα «Μάλμπορω» στον
έχοντα το πρόσταγμα της καύσης, πρωτότοκο γιό, «απολαύσαμε» εκ του σύνεγγυς όλη
την τελετή αποτέφρωσης μιάς γηραιάς κυρίας.
Έτσι τρομάξαμε αρκούντως καθώς η θερμότητα της καύσης έκαναν χυμούς να
εξαερώνονται, ιστούς να συρρικνώνονται και τα χέρια της γριάς να κουνιούνται!
Και να! η τρομάρα που μας έτρεψε σε φυγή:
- Παιδιά, η γριά βρικολάκιασε, τρέξτε να σωθείτε. Δρόμο….!
Μετά, καθώς η κοιλιά της γριάς φούσκωνε, σαν εγκυμοσύνη σε ταχύρρυθμη
εξέλιξη, ένα κέντημα με αιχμηρή ράβδο την ξεφούσκωσε πετάγοντας ένα μικρό συντριβάνι.
Φυσικό, μας είπαν, καθώς το μεταθανάτιο πλύσιμο στον Γάγγη γεμίζει νερό το πτώμα, σαν
ασκί!
Τελικά, μετά από 2, περίπου, ώρες τα αποκαΐδια της γριάς φτυαρίζονταν μ’
ένα ξύλινο φτυάρι στο ποτάμι. Όλα εκτός
από μία παλάμη, κομμένη στον καρπό, που ένας πεινασμένος σκύλος όρμησε και
άρπαξε. Φαίνεται, όμως, πως η γριά δεν τρωγόταν με τίποτα γιατί, λίγο πιό πέρα,
ο σκύλος ξέρναγε βγάζοντας κάτι άσπρα υγρά μαζί με τα κόκαλα της γριάς.
Και τώρα το επιμύθιο.
Μετά από όλη αυτή την οπτική φρίκη, η οποία περιέργως δεν δημιούργησε
άλλο κρούσμα υστερίας, δείχνοντας, τελικά, τις ανθρώπινες αντοχές και την
εξοικείωση του Ανθρώπου, αν χρειαστεί, σε πολύ σκληρές και φοβερές συνθήκες,
είχαμε την… αποθέωση!
Ολόκληρη η περιοχή, γιά πολλά χιλιόμετρα, μύριζε έντονα τσίκνα. Ακριβώς όπως τα «Βλάχικα» της Βάρης. Και πολύ γαργαλιστική, αν σε κατέβαζαν με
ελικόπτερο στον τόπο με κλειστά μάτια και δεν ήξερες που είσαι! Μόνο οι ψευτοτσολιάδες με την
γκλίτσα και την κουδούνα έλειπαν γιά να συμπληρωθεί το… ευχάριστο κλισέ! Γιά
όσους δεν έτυχε να το μάθουν, το ψημένο κρέας έχει πάντοτε την ίδια οσμή,
ανεξαρτήτως… ζώου!
Έκτοτε απέκτησα δύο… «χούγια». Δεν έκανα ποτέ ξανά την διαδρομή
Βούλα-Βάρη, προτιμώντας, εν ανάγκη, τον παραλιακό γύρο μέσω Βάρκιζας και κάθε
Πάσχα, αν τύχει να φάμε οικογενειακώς έξω, αυτό γίνεται πάντα σε … ψαροταβέρνα!
Κατά τα λοιπά, εύχομαι από καρδιάς σε όλους τους αναγνώστες της στήλης:
«Καλό Πάσχα» και «Καλή Ανάσταση» και καλό… σούβλισμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου