Μιά φυγή προς τα… πίσω.
Σε περιόδους ασφυξίας η αναδρομή προς
υγιεινότερες εποχές και ευγενικές νοσταλγίες αποτελεί το καλύτερο φάρμακο και
την σταθερότερη δεξαμενή άντλησης δυνάμεως και αντοχής γιά την αντιμετώπιση του
τρέχοντος ζόφου.
Η στήλη επιλέγει ως δικό της
καταφύγιο το tango, τους
δημιουργούς και τους εκφραστές του. Και κυρίως εκείνον που το εισήγαγε και το
καθιέρωσε στον ελληνικό χώρο. Τον Εντουάρντο Μπιάνκο, τον κοσμοπολίτη μουσικό
και μποέμ τύπο που σχεδόν πολιτογραφήθηκε Έλληνας, αφού έζησε και δημιούργησε
εδώ. Αγάπησε την Ελλάδα και αγαπήθηκε από τους Έλληνες.
Το tango ως λέξη
σημαίνει «χορός», σε μιά νιγηριανή διάλεκτο, (Ibibio) που άρχισε ως «tamgu» και με την παραφθορά, τόπου και
χρόνου, έγινε «tango». Ως
χορός γεννήθηκε στο τεράστιο Δέλτα των εκβολών του ποταμού Ρίο ντε λα Πλάτα,
όπου στη μία πλευρά βρίσκεται το αργεντίνικο Μπουένος Άιρες και στην άλλη το
ουρουγανικό Μοντεβιδέο, κατά το γύρισμα του αιώνα, από τον 19ο στον
20ο.
Στα λαϊκά στέκια των δύο μεγάλων λιμανιών
οι καημοί και οι πόθοι των λαϊκών τάξεων αυτής της περιοχής της Νοτίου Αμερικής, τις
οποίες στο σύνολό τους αποτελούσαν μετανάστες από Ευρώπη, βρήκαν την έκφρασή τους
στις νότες και τις υπέροχες φιγούρες του tango. Υπό την εμφανή εχθρότητα, απέχθεια και σνομπάρισμα των
αστικών τάξεων, καθ’ όσον μέσα στα χαρακτηριστικά του κάθε μεγάλου λιμανιού βρίσκονται
και τα καταγώγια, η πορνεία, το περιθώριο και η εγκληματικότητα. Αυτό που
λέγεται «κάθε καρυδιάς καρύδι». Φυσικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα η άδικη δυσφήμηση του
χορού, η δυναμική και η ποιότητα του οποίου επεκράτησε τελικά της όποιας
αντίδρασης και καθιερώθηκε παγκόσμια. Αποτελεί το μουσικό ανάλογο του δικού μας
ρεμπέτικου με εμφανή, την ποιοτική διαφορά στη ρίζα και την κουλτούρα των δύο
λαών. Από τη μία χασίσια, μπάτσοι, μαγκιά, βαριές ζεϊμπεκιές, χασάπικα, μπαγλαμάς και
μπουζούκι κι από την άλλη ρομαντισμός, έρωτας, ζογκλερικές ανάλαφρες φιγούρες,
βιολί, πιάνο και μπαντονεόν, (μιά παραλλαγή ακκορντεόν).
Στη γειτονιά Λα Μπόκα, την άκρη
του λιμανιού του Μπουένος Άιρες και ιδίως στο πολύχρωμο δρομάκι, το Καμινίτο,
(Σημ. Τα σπίτια βάφονται πολύχρωμα με τα περισσεύματα των χρωμάτων που
έβαφαν τα πλοία!), μεγαλούργησαν φημισμένοι δημιουργοί και εκτελεστές του tango. Συνθέτες, μουσικοί,
τραγουδιστές. Όπως ο ιδιόρρυθμος Ουρουγουανός συνθέτης του, μακράν,
σπουδαιότερου tango
όλων των εποχών, του La Cumparsita,
o Γεράρντο
Χέρμαν Μάτος Ροντρίγκεζ (1897-1948), ο Αργεντίνος τραγουδοποιός, βιολονίστας και
μαέστρος Εντουάρντο Μπιάνκο (1892-1959) και ο τραγουδιστής-σύμβολο, Αργεντινός επίσης, Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935). Ο τελευταίος σκοτώθηκε σε
αεροπορικό δυστύχημα στο Μεντεγίν της Κολομβίας και το φέρετρό του προέπεμψε κλαίγοντας ο
μισός πληθυσμός της Αργεντινής, αφού προηγουμένως είχε εκτεθεί σε λαϊκό
προσκύνημα σε Ν. Υόρκη, Ρίο ντε Τζανέιρο και Μοντεβιδέο!
Στην Ελλάδα το tango ήλθε το
1928, μαζί με τον Αργεντινό Εντουάρντο Μπιάνκο. Ο Μπιάνκο γεννήθηκε στις 28/6/1892
στο Ροζάριο της επαρχίας Σάντα Φε και υπήρξε, όπως προανεφέρθηκε, σπουδαίος συνθέτης, βιολιστής και διευθυντής ορχήστρας.
Διασκεύασε πολλά tangos και έγραψε και άλλα, μερικά από τα οποία τραγουδήθηκαν με ελληνικούς
στίχους, όπως το «Noctourno»,
γνωστό ως «Μοναξιά» και το «Παλιά γειτονιά», και τα δύο σε στίχους του Αλέκου
Σακελλάριου. Πασίγνωστη επιτυχία του Μπιάνκο υπήρξε και η έξοχη «Plegaria», (Προσευχή), που
απεκλήθη και «Τανγκό του θανάτου», το «Pasionaria», («Πονεμένη ψυχή» τραγουδισμένο από τον Τώνη
Μαρούδα), το «Oracion»
(«Προσευχή», τραγουδισμένο από τον Φώτη Πολυμέρη), το «Destino», («Μεσ’ στη ζωή», τραγουδισμένο
από την Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου) και
πλήθος άλλων σπουδαίων tangos
που πολλοί γνωρίζουν και τραγουδούν, αλλά αγνοούν τον συνθέτη τους.
Στα πλείστα tangos του
Μπιάνκο έβαλε ελληνικούς στίχους ο Πωλ Μενεστρέλ, ψευδώνυμο του Γιάννη Χυδίρογλου ενώ βασική τραγουδίστριά
του στην Ελλάδα ήταν η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, αλλά όχι μόνο.
Ο Εντουάρντο Μπιάνκο υπήρξε
περίεργη προσωπικότητα με πολυτάραχη ζωή και διάφορες ανεπιβεβαίωτες φήμες να τον ακολουθούν.
Σίγουρο πάντως είναι ότι παρουσίασε πρόγραμμα μπροστά στον Ισπανό βασιλιά Αλφόνσο
13ο, στον Στάλιν, σε Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία, Βουλγαρία, Πολωνία,
Τουρκία και Μέση Ανατολή. Μέσα στα διάφορα τρελά που λέγονται γι’ αυτόν είναι
και το πώς υπήρξε μεγάλος τζογαδόρος, πως συχνά έμενε στο άσσο, πως πούλησε μιά
φορά την χρυσή του… μασέλα γιά να ξεχρεώσει, πως σκότωσε τον εραστή της γυναίκας
του, πως κλείστηκε σε μοναστήρι και διάφορα τέτοια παλαβά και φανταστικά.
Το βέβαιο πάντως είναι πως το
1943 γύρισε στην Αργεντινή απ’ όπου επανήλθε γιά λίγο στην Ευρώπη κατά το 1950,
σε μιά τελευταία προσπάθεια καλλιτεχνικής αναβίωσης. Όμως καθώς το άστρο του είχε δύσει οριστικά, επέστρεψε στην
πατρίδα του και πέθανε στην αφάνεια στο Μπουένος Άιρες στις 26/10/1959. Ο τάφος
του είναι στο νεκροταφείο της πόλης, το Λα Τσακαρίτα, κοντά σ’ εκείνον του
άλλου μεγάλου του tango,
του τραγουδιστή Κάρλος Γκαρντέλ.
Μπράβο! Πολύ ωραία, σύντομη αλλά και περιεκτική ανακοίνωση.
ΑπάντησηΔιαγραφή