«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με…..» (Κ. Καβάφης)
Η Μαντάμ Σουσού, σε σκίτσο του Φώκου Δημητριάδη |
Η Μαντάμ Σουσού, ως ηρωίδα
πληθώρας παραλλαγών, εκδοχών, παρουσιάσεων, διαστρεβλώσεων και κακοποιήσεων,
(από τη στιγμή που έπεσε στα νύχια της τηλεοράσεως
κι έγινε σήριαλ), είναι προϊόν της γόνιμης φαντασίας ενός πολύ μεγάλου Έλληνα
κωμωδιογράφου και χρονογράφου των μέσων, περίπου, του 20ου αιώνα,
του Δημήτρη Ψαθά.
Η εμβάθυνση σ’ αυτό το έργο, από
εκείνους που είχαν την τύχη και την ευκαιρία να το βιώσουν στη ρίζα, το λίκνο και την ατμόσφαιρα της γέννησής
του, σε σχέση με την πληθώρα των μετέπειτα «εκδοχών», παραλλαγών και «εμπλουτισμού»
του, δίνει μιά θαυμάσια ευκαιρία να αναλογιστούν τον βαθμό αλλοίωσης, έως
κακοποίησης, του έργου του Αριστοφάνη. Κάθε αντιγραφή, ανεξαρτήτως του βαθμού
προσέγγισης στο αρχικό πνεύμα ενός έργου κι ενός δημιουργού, δεν παύει να
αποτελεί κόπια, με μεγάλη διαβάθμιση αποτελέσματος κι επιτυχίας. Και πάντοτε σε υποκειμενική βάση, κατά το δοκούν και τα γούστα του διασκευαστού. Όμως, ακριβώς
αυτή η συνεχής προσπάθεια απόδοσης της Μαντάμ Σουσού με ερμηνείες, προσθήκες και
παραλλαγές και η συστηματική και κατά καιρούς επαναφορά και παρουσίασή της,
καθιστούν το έργο «κλασσικό», με όλη τη σημασία και ουσία του όρου.
Είχα την ευκαιρία και τη χαρά,
(κάτι που πολύ μεταγενέστερα συνειδητοποίησα), να βρεθώ στον τόπο και τον χρόνο
που ο συγγραφέας και η ηρωίδα του «έδρασαν». Ο Δημήτρης Ψαθάς, απλός και
πάντα σοβαρός, συνωστιζόταν κι αυτός στο λεωφορείο της γραμμής Ομόνοια – Ακαδημία Πλάτωνος
και, πατικωμένος στα σαράβαλα μπλε «κονσερβοκούτια», ανεβοκατέβαινε σπίτι-δουλειά.
Σχεδόν καθημερινά τον διασταύρωνα, σχολώντας μεσημέρι από το γυμνάσιο, και ουκ
ολίγες φορές στεκόμουν ολόκληρη τη διαδρομή, όρθιος και κολλημένος, δίπλα του. Τον θυμάμαι, ψηλό με άσπρα, όλα πίσω, μαλλιά και λακκάκι στο πηγούνι, να φορεί πάντοτε ανοιχτόχρωμο
κοστούμι, (πιθανότατα το ίδιο), να κρατάει δίχτυ με ψώνια, σαν καλός φαμελιάρης, και να φυσάει και ξεφυσάει, σκουπίζοντας με το
μαντήλι τον ιδρώτα του. Έμενε κάπου στην οδό Ναυπλίου και κατέβαινε μιά στάση προ εμού, στον Άι Γιώργη.
Οι σημερινές γενιές είναι
αδύνατον να διανοηθούν τις συνθήκες διαβίωσης εκείνων των εποχών. Από Κατοχή
μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου και λίγο μετά. Το ψωμί το αγόραζες με το δελτίο,
όπου ο φούρναρης σου έκοβε, καθημερινά, το αντίστοιχο κουπόνι από το βιβλιάριο άρτου
που είχαν όλοι, μικροί μεγάλοι, με ονοματεπώνυμο και φωτογραφία! Μόνος
ασφαλτοστρωμένος δρόμος, από την Σπύρου Πάτση και κάτω ήταν ο κεντρικός λεωφοριόδρομος, που
σήμερα λέγεται οδός Πλάτωνος και τότε Κίμωνος. Μετά τον Άγιο Γεώργιο, επόμενη
και προ τελευταία στάση ήταν αυτή του Κρίθαρη, στη διασταύρωση με την οδό
Κορίνθου. Εκεί στη γωνία υπήρχε ένα ψαράδικο και όταν ο καλός Θεούλης έριχνε
νερό με τους κουβάδες και πλημμύριζε το σύμπαν, ο παμπόνηρος ψαράς έβγαζε
ψαροκασέλες στο δρόμο, σε μιά γειτονιά που θύμιζε… Βενετία, και κάνοντας τον
γονδολιέρη πέρναγε τους ταλαίπωρους Βουθουλαίους από το ένα πεζοδρόμιο στο
απέναντι, εισπράττοντας δεκαρίτσες! Όταν βέβαια, το εισιτήριο του λεωφορείου
ήταν μόλις σαράντα λεπτά!
Η περιοχή λεγόταν Ακαδημίας Πλάτωνος, και ανάθεμα κι αν κανείς από τους πρώτους κατοίκους της γνώριζε ποιός ήταν ο
Πλάτωνας. Αν ρωτούσες, οι πιό πολλοί θα απαντούσαν:
- Η ποδοσφαιρική μας ομάδα! Αφού
πράγματι, αυτή η ομάδα υπήρχε και ήταν το καμάρι ολόκληρης της συνοικίας!
Το κακόηχο «Βούθουλας» προέκυψε
από το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής, η οποία συνιστούσε ένα μεγάλο γούβωμα
με αποτέλεσμα, σε περίπτωση νεροποντής, αυτό που προανέφερα με τον ψαρά. Δηλαδή να μετατρέπεται ολόκληρη σε λιμνοθάλασσα γιά ώρες!
Αυτό ήταν, σε γενικές γραμμές, το
σκηνικό που μαζί με την απόλυτη φτώχεια, ενέπνευσε τον Ψαθά, ο οποίος είχε ιδιαίτερη αδυναμία, και ικανότητα, στο «σκιτσάρισμα»
διαφόρων τύπων της εποχής. Η Μαντάμ Σουσού υπήρξε υπαρκτό
πρόσωπο. Μάλιστα πολλές γειτόνισσες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο του
πρωτοτύπου. Γνώρισα τουλάχιστον πέντε που θα μπορούσαν, άριστα, ν’ αποτελούν την
αυθεντική Σουσού. Από το σουλούπι μέχρι την τελευταία κίνηση. Με μία μόνο έλλειψη,
το φασαμέν! Αυτό πιστεύω πως αποτελεί φανταστική γαρνιτούρα του Ψαθά. Πάντως,
το πιθανότερο και απολύτως λογικό είναι την πραγματική Μαντάμ Σουσού ο
συγγραφέας να την «καδράριζε» σε μία κοντινή του γειτόνισσα. Τουλάχιστον ως
πηγή έμπνευσης.
Η ιστορία της αρχίζει λίγο πριν τον πόλεμο, με την δημοσίευση στο μοναδικό εβδομαδιαίο περιοδικό που
κυκλοφορούσε τότε, τον «Θησαυρό», (το «Ρομάντζο» βγήκε λίγο αργότερα), των περιπετειών
μιάς ξιπασμένης κι αγράμματης «λιγούρως», της Μαντάμ Σουσού, όπως την βάφτισε ο «μπαμπάς» της
Δημ. Ψαθάς.
(Σημ. Ο «Θησαυρός», που κάπου σε κάποια άκρη και με
μικρά έγραφε και τη λέξη «οικογενειακός», είχε στο εξώφυλλο εξαιρετικές έγχρωμες
γελοιογραφίες των Αρχέλαου, Βασ. Χριστοδούλου και άλλων σπουδαίων γελοιογράφων της
εποχής, με πρώτη και καλύτερη το σήμα κατατεθέν του, τη «Χοντρή και τον Ζαχαρία»,
του Μιχ. Γάλλια).
Μέσα στην Κατοχή, (νομίζω το '41), τα έργα και
ημέρες της Μαντάμ Σουσού έγιναν βιβλίο και το 1942, (σωτήριο και σημαδιακό έτος γιά
την αφεντιά μου!), θεατρικό έργο. Προφανώς δεν το είδα, όμως το καστ ήταν
εξαίρετο. Αιμίλιος Βεάκης, (λαϊκός Παναγιωτάκης), Κώστας Μουσούρης, (αριστοκράτης
απατεών Καντακουζηνός) και Σουσού η Κατερίνα Ανδρεάδη, η οποία ως γνωστόν απαιτούσε να την
αποκαλούν «Κα Κατερίνα» και η οποία δεν υπεδύετο τον ρόλο αλλά το …ζούσε, λόγω
χαρακτήρος!
Μαρίκα Νέζερ. Η δική μου Μαντάμ Σουσού. |
Ο «σουσουδισμός», ως φαινόμενο,
αποτελεί γνήσια ελληνική και διαχρονική αντίληψη. Θυμάμαι, πριν 2-3 χρόνια, που
ο μικρός εγγονός μου προσκλήθηκε σε πάρτι γενεθλίων συμμαθητή του. Το πάρτι έλαβε χώρα στον…. Ιππικό Όμιλο Παραδείσου και
η μαμά του εορτάζοντος υποδεχόταν τις άλλες μαμάδες, που συνόδευαν τους νεαρούς
βλαστούς τους, με μακριά τουαλέτα, σκίσιμο στο πλάι και γόβες διώροφες-στιλέτο! Τους πρόσφερε δε, σαμπάνια σε κολονάτο ποτήρι, πρωινιάτικα!
Όμως η σημερινή οικονομική πραγματικότητα,
παρά την πρόσφατη αποκαθήλωση των «ειδώλων» και την αποκάλυψη της γύμνιας μας, έχει
πολύ μικρότερη απόσταση μεταξύ της πραγματικής αριστοκρατίας και της «σνομπαρίας» των «δήθεν»,
από όσα ίσχυαν την εποχή που «γεννήθηκε» η Σουσού. Ο μοναδικός Δημ. Ψαθάς
συνέλαβε, μάλλον οσμίστηκε, τον παλμό της εποχής, αποτύπωσε στο χαρτί το πνεύμα
της και το πέρασε στην Ιστορία. Σήμερα κάτι τέτοιο μοιάζει απλό και εύκολο.
Ίσως και λιγότερο κωμικό. Αλλά σε μιά λαϊκή συνοικία, με απέραντη φτώχεια, αμορφωσιά και
απίθανη λετσαρία, οι λέξεις: «Πτωχέ!», ή «Βλαξ!»,
δημιουργούν έκρηξη γέλιου, καθώς το όλο «στήσιμο» εγγίζει άκρον άωτον
κωμικότητος. Όπως και το θέαμα μιάς κορδωμένης κουρελόντυτης ξερακιανής, να
βαδίζει με τουπέ και φασαμέν, ακολουθούμενη, σε ικανή απόσταση, από αμήχανο
και συνεσταλμένο…«δουλικό», εν μέσω φτωχολογιάς, σκόνης, λάσπης και φτωχομάγαζων με την πραμάτια στο πεζοδρόμιο!
Τέτοιες εικόνες και τέτοιες
λιγόλογες λεκτικές παρεμβολές είναι αδύνατον να εκτιμηθούν σήμερα στο ακριβές ύψος και
μέγεθός τους. Ακόμη κι εμείς που ζήσαμε την εποχή, χρειάζεται να
επιστρατεύσουμε όλες τις πτυχές της μνήμης γιά να αναπαραστήσουμε εκείνο το
ντεκόρ και να απολαύσουμε, αναδρομικά, το φίνο άρωμα και το χιούμορ που διέχεε
το μαστορικό γράψιμο του Ψαθά. Όσο κι αν διανθισθούν με έξυπνες ατάκες οι σύγχρονες
«εκδοχές» του έργου, είναι αδύνατον αυτό ν’ αναπλαστεί. Θα παραμένουν πάντα «κόπιες»
και η αίσθηση που θα δίνουν στον παλιό και γνώστη, θα μένει πάντα στο….
περίπου. Εκείνη η λαχτάρα κι ο πόθος γιά μεταπήδηση από την ανέχεια και μιζέρια στο
ανώτερο επίπεδο… της «αριστοκρατίας» και του «καλού κόσμου», που διακατείχε
πλήθος λαϊκών «σουσούδων» και παρέμενε σαν σπίθα που σιγοκαίει κάτω από τις στάχτες
του παρατεινόμενου πολέμου, αποτελούσε λογικό απωθημένο που εκφράστηκε με τον καλύτερο
τρόπο από τον Δημ. Ψαθά και την Μαντάμ Σουσού του.
Όσο γιά το περίφημο πυργάκι της…
πυργοδέσποινας Μαντάμ Σουσού, αναμφιβόλως ο Ψαθάς θεωρούσε εκείνο που έφραζε
γιά χρόνια την μισή Κίμωνος, μεταξύ των οδών Μύλων και Αλεξανδρείας. Κάπου 25-30
μέτρα από το σπίτι μου. Όμως οι ανάγκες του γυρίσματος της ταινίας, απαιτούσαν
κάτι πιό απλόχωρο και βολικό. Έτσι στο φιλμ, εμφανίζεται ένα αντίστοιχο διώροφο
σαράβαλο – σαράι, επί της οδού Άργους, περίπου στο ύψος της Δημοσθένους.
Αξέχαστες εποχές. Όλοι εμείς που,
παιδιά τότε, ζήσαμε τον «σουσουδισμό», τον «απολαμβάνουμε» στην αποθέωσή του και σήμερα.
Τον μεν αυθεντικό, τον εισπράττουμε θετικά, μέσω των διεργασιών της μνήμης,
όπου η φτώχεια, η μιζέρια και το καρακατσουλιό της εποχής, δεν ενοχλούσε αλλά απλώς μας διασκέδαζε, ως κοινός παρονομαστής,
ενώ ο σύγχρονος μας αηδιάζει λόγω της χυδαιότητος που ακτινοβολεί. Το «καρακιτσαριό»,
(κατάσταση προ της καθιέρωσης του όρου), που εξέφραζαν εκείνες οι αθώες καρικατούρες
έφερναν γέλιο και χαρά, ενώ τα «κιτς» του σήμερα, πόνο, θλίψη και οργή.
ΥΓ. Το παρόν γράφτηκε κατόπιν προτροπής του άγνωστου φίλου μου «pisostapalia», παλιού «συνβουθουλαίου», στον οποίον και αφιερούται.
Να είσαι καλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ!