Νοσταλγικές αναδρομές.
Τα Χαφτεία... κάποτε! Στο βάθος η Ομόνοια |
Στον Γιάννη Χάφτα, αγωνιστή του ’21,
δόθηκε τιμητικά ένα μεγάλο κτήμα στην τότε… εξοχική περιοχή, όπου σήμερα είναι η
διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Πατησίων! Η περιοχή και σήμερα φέρει το
όνομα του πρώτου κτήτορα, Χαφτεία. (Και όχι Χαυτεία, όπως κακώς επεκράτησε να
λέγεται). Ένα κτήμα με αμπέλια,
μποστάνια, πεύκα κι ένα… πηγάδι με δροσερό νερό!
Όταν άρχισαν οι Αθηναίοι να «σουλατσάρουν» στην… εξοχή αυτή, γύρω στα 1849, αναζητώντας ησυχία και ηρεμία, ο παμπόνηρος Χάφτας σκέφτηκε να στήσει μία παράγκα στο κτήμα του και να προσφέρει παγωμένη λεμονάδα, καφεδάκι και κρύο νερό στους περιπατητάς. Σύντομα ο ανταγωνισμός και ο παρατηρούμενος… συνωστισμός της πελατείας έκανε να «ξεφυτρώσουν» και άλλα παρόμοια καφενεδάκια στην περιοχή. Όμως ο Χάφτας παρέμεινε πάντα ο πρώτος. Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού και της περιοχής. Το καφενείο του στην αρχή το αποκαλούσαν, σκωπτικά, καφενείο των «γερόντων», από το κατ' εξοχήν είδος της πελατείας του και μετά έγινε γνωστό, μέχρι τέλους, ως το «Καφενείο των ευ φρονούντων».
Όταν άρχισαν οι Αθηναίοι να «σουλατσάρουν» στην… εξοχή αυτή, γύρω στα 1849, αναζητώντας ησυχία και ηρεμία, ο παμπόνηρος Χάφτας σκέφτηκε να στήσει μία παράγκα στο κτήμα του και να προσφέρει παγωμένη λεμονάδα, καφεδάκι και κρύο νερό στους περιπατητάς. Σύντομα ο ανταγωνισμός και ο παρατηρούμενος… συνωστισμός της πελατείας έκανε να «ξεφυτρώσουν» και άλλα παρόμοια καφενεδάκια στην περιοχή. Όμως ο Χάφτας παρέμεινε πάντα ο πρώτος. Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού και της περιοχής. Το καφενείο του στην αρχή το αποκαλούσαν, σκωπτικά, καφενείο των «γερόντων», από το κατ' εξοχήν είδος της πελατείας του και μετά έγινε γνωστό, μέχρι τέλους, ως το «Καφενείο των ευ φρονούντων».
Είναι δε συνδεδεμένο και με την, (και
νυν επίκαιρη), προσωνυμία της χώρας μας,
ως «Ψωροκώσταινα». Πηγή του όρου κάποιος άγνωστος θαμών του καφενείου και
αφορμή το άθλιο θέαμα μίας κουρελοντυμένης και ταλαίπωρης γυναίκας, της κυρά-Κώσταινας.
Αυτή, χήρα αγωνιστού της Επανάστασης του ’21, προερχόμενη από το Ναύπλιο,
ανεβοκατέβαινε την οδό Σταδίου κάνοντας μικροθελήματα, μουρμουρίζοντας και μυξοκλαίγοντας συνεχώς. Όμως,
παρ’ όλο το χάλι της η κυρά-Κώσταινα, που μετονομάστηκε σε «Ψωροκώσταινα»,
ουδέποτε ζητιάνεψε! Κι αυτό διασταυρωμένο από τρεις διαφορετικές πηγές!
Στην πορεία του χρόνου το όνομα ταίριαξε γάντι με την «αεί παλαίουσα Ελλάδα», που μιά χρεοκοπούσε και μια διήνυε περιόδους άφρονος και δανεικής «αστακομαρακονάδας», αείποτε μεμψιμοιρούσα και μηδέποτε συνετιζόμενη! Η «Ψωροκώσταινα» Μαμά- Ελλάς, γνώρισε την αποθέωσή της στα εκπληκτικά σκίτσα και κείμενα του μεγάλου μας Μποστ!
Στην πορεία του χρόνου το όνομα ταίριαξε γάντι με την «αεί παλαίουσα Ελλάδα», που μιά χρεοκοπούσε και μια διήνυε περιόδους άφρονος και δανεικής «αστακομαρακονάδας», αείποτε μεμψιμοιρούσα και μηδέποτε συνετιζόμενη! Η «Ψωροκώσταινα» Μαμά- Ελλάς, γνώρισε την αποθέωσή της στα εκπληκτικά σκίτσα και κείμενα του μεγάλου μας Μποστ!
Στον ίδιο χώρο με το καφενείο του
Χάφτα, ακριβώς δίπλα, στήθηκε το γαλακτοπωλείο του Μπερνίτσα, πολύ γνωστό και στις
μέρες μας, που «έζησε» μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60!
Άλλα καφενεία της ευρύτερης
περιοχής της Ομόνοιας ήσαν το Μπάγκειον, το Μέγ. Αλέξανδρος, το «Νέον», γνωστό
και από διάσημο πίνακα του Τσαρούχη, κ.α.
Λίγο πιό πάνω, επί της Πανεπιστημίου και Κοραή, δηλαδή στα μέσα της απόστασης με το Σύνταγμα, της άλλης μεγάλης αθηναϊκής «πιάτσας» καφενείων, υπήρχε το πολύ αξιόλογο καφενείο του Γαμβέττα. Εκεί αξιώθηκα μικρός, να απολαύσω το κλασσικό «υποβρύχιο», (βανίλια μέσα σε ποτήρι κρύου νερού, γιά να μην λειώνει!). Το «υποβρύχιο», μαζί με τα γλυκά του κουταλιού, (κεράσι, νερατζάκι, τέτοια), αποτελούσε την κατ' εξοχήν επιλογή των μικρών στα καφενεία, ενώ των γερόντων ήταν το.... λουκούμι! Υπό την αυστηρή προϋπόθεση να είναι μαλακό γιά να μην κολλάει στη... μασέλα και διακυβεύεται η αποκόλλησή της! Θυμάμαι έντονα την χαρακτηριστική κίνηση των παππούδων, με το μικρό δάκτυλο τεντωμένο, να τινάζουν την πλεονάζουσα ζάχαρη των λουκουμιών, πριν το φέρουν στο στόμα! Αυτή νομίζω, χωρίς να είμαι σίγουρος, πως την έλεγαν «νισεστέ», μάλλον στα τούρκικα.
Λίγο πιό πάνω, επί της Πανεπιστημίου και Κοραή, δηλαδή στα μέσα της απόστασης με το Σύνταγμα, της άλλης μεγάλης αθηναϊκής «πιάτσας» καφενείων, υπήρχε το πολύ αξιόλογο καφενείο του Γαμβέττα. Εκεί αξιώθηκα μικρός, να απολαύσω το κλασσικό «υποβρύχιο», (βανίλια μέσα σε ποτήρι κρύου νερού, γιά να μην λειώνει!). Το «υποβρύχιο», μαζί με τα γλυκά του κουταλιού, (κεράσι, νερατζάκι, τέτοια), αποτελούσε την κατ' εξοχήν επιλογή των μικρών στα καφενεία, ενώ των γερόντων ήταν το.... λουκούμι! Υπό την αυστηρή προϋπόθεση να είναι μαλακό γιά να μην κολλάει στη... μασέλα και διακυβεύεται η αποκόλλησή της! Θυμάμαι έντονα την χαρακτηριστική κίνηση των παππούδων, με το μικρό δάκτυλο τεντωμένο, να τινάζουν την πλεονάζουσα ζάχαρη των λουκουμιών, πριν το φέρουν στο στόμα! Αυτή νομίζω, χωρίς να είμαι σίγουρος, πως την έλεγαν «νισεστέ», μάλλον στα τούρκικα.
Εξαιρετο το κειμενο σας-αναδρομη....Συγχαρητηρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή