Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Ο ευλογημένος καρπός κι ο καταραμένος συλλέκτης του.

Καθημερινότητα

  Όπως έλεγα και χθες, η συγκομιδή ελιών από το προσωπικό μου «Όρος των ελαιών», ομού μετά του συνοδευτικού μαρτυρίου, ολοκληρώνεται σε δύο βασανιστικές ημερίδες. Η δεύτερη ήταν σήμερα!
   Επιστρατεύοντας κάποιες τελευταίες ικμάδες γιά ν’ ανταποκριθώ αξιοπρεπώς στις απαιτήσεις της δουλειάς, συνειδητοποίησα, τελικά, ότι:  α) γιά να βγάλεις το λάδι της διετίας, θα πρέπει να βγει πρώτα το δικό σου και β) κάποιο λάθος θα πρέπει να υπάρχει στη Γένεση, κάποια παράλειψη. Όταν ο Μεγαλοδύναμος πέταξε με τις κλωτσιές το άφρον ζεύγος των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, η πλήρης κατάρα προς τον Αδάμ, πλην του γνωστού «με τον ιδρώτα του προσώπου σου να βγάζεις το ψωμί σου», περιείχε και δεύτερο σκέλος. Αυτό. «Και με το λάδι σου…. το λάδι σου!». Όμως οι χρονικογράφοι της εποχής, γιά προφανώς άγνωστο λόγο, (αμέλεια, επιπολαιότητα, βιασύνη, φόρτος εργασίας, ή κάτι τέτοιο), παρέλειψαν το δεύτερο σκέλος της κατάρας! Έτσι, συν τοις άλλοις, έρχεται η στήλη, σήμερα, αν συμπληρώσει το χαμένο αρχείο της Βίβλου!

   Η μισή μέρα πέρασε με αγωνιώδεις προσπάθειες… αποκαθήλωσης του ελαιοκάρπου με πενιχρά, όμως, αποτελέσματα, αφού οι ελιές αρνιόνταν πεισματικά να παραδώσουν τα «παιδιά» τους, με τα φιλικά, ντιντελάντικα, χαριτωμένα χαστουκάκια του καλαμιού μου, το οποίον αν και στο μήκος θύμιζε μακεδονική σάρισα, τα …. στιβαρά μου χέρια μοίραζαν μ’ αυτό, στα κλαδιά, χάδια αντί σφαλιάρες! Ματαιοπονία και χασομέρι!
   Και, τότε εμφανίστηκε…. το ιππικό! Μία «ελαφρά ταξιαρχία» αποτελούμενη από δύο αχαμνούς Πακιστανούς υπό την διοίκηση του, ντόπιου, περιστασιακά θερινού κηπουρού μας.
   Οι Πακιστανοί, ράθυμοι και αργοί, άρχισαν να δουλεύουν με νωχελικές κινήσεις, σε στυλ MAZI-TAFA-GAME, (είχαν δει τον Πάγκαλο στο MEGA), καθ’ όσον όλη τους η ενέργεια είχε καταναλωθεί στο να διανύσουν, με τα σαραβαλιασμένα τους ποδήλατα, το 1,5 χιλιόμετρο ανηφορικού δρόμου από το στέκι τους μέχρι το κτήμα! Ένας καφές κι οι αγριοφωνάρες του κηπουρού, συνοδευόμενες από γερές ματσουκιές στα δέντρα, τους ξύπνησε, τρόμαξαν κι οι… ελιές και τσακίστηκαν κι αυτές να κατέβουν από… τα κλαδιά τους, οπότε η σεμνή τελετή έληξε… ένδοξα, γρήγορα και νικηφόρα! Και αύριο στο λιοτρίβι θα δούμε… τα κόπια μας.

   Η περιπέτεια της ελαιοσυγκομιδής μου θύμισε μιά ιστορία που μου είχε διηγηθεί παλιά ένας ιταλοσπουδασμένος φίλος, που ορκιζόταν ότι συνέβη σε Ιταλό φίλο του. (Ο φίλος, του φίλου, που λένε).
   Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, κλασικός άπραγος χαρτογιακάς, δεν ήξερε να καρφώσει ούτε καρφί στον τοίχο. Μιά μέρα η βρύση στο μπάνιο του σπιτιού χάλασε κι άρχισε να στάζει.
   - Αγάπη μου, του λέει η σύζυγος, δεν σφίγγεις λίγο τη βρύση. Να γλιτώσουμε και τη διαρροή.
   - Τι λες, ρε γυναίκα, δέκα χρόνια γάμου με είδες ποτέ σκαλίζω τα υδραυλικά; Ας το και θα δούμε. Λίγη διαρροή είναι μόνο.
   Σε λίγο καιρό, ο ηλεκτρικός διακόπτης του μπάνιου χάλασε και το βράδυ γιά να μπούνε στο μπάνιο κινδύνευαν να σκοτωθούν πάνω στα είδη υγιεινής.
   - Αγάπη μου, δεν κοιτάς λίγο το διακόπτη, χθες βράδυ πήγα για κατούρημα και με το σκοτάδι τσακίστηκα στη μπανιέρα. Κοίτα το γόνατό μου. Τούμπανο!
   - Τι λες τώρα, ρε γυναίκα, τόσα χρόνια γάμου με είδες ποτέ με ηλεκτρικό κατσαβίδι στο χέρι; Θ’ αγοράσουμε πρόχειρα ένα φακό και…. βλέπουμε!
   Το ζευγάρι είχε στον κήπο δύο μεγάλες ελιές που εκείνη τη χρονιά ήταν τίγκα στον καρπό. Τα κλαδιά τους έφταναν στη γη!
   - Αγάπη μου, έλα να μαζέψουμε τις ελιές. Αμαρτία να πάνε χαμένες. Θα έχουμε το λάδι μας τζάμπα!
   - Τρελάθηκες, παιδάκι μου, τόσα χρόνια παντρεμένοι με είδες ποτέ να μαζεύω ελιές! Άκου να μαζέψω ελιές, εγώ!
   Μετά λίγο καιρό, γυρνώντας, αργά βράδυ, ο άντρας από τη δουλειά, βλέπει στην μάντρα πέντε μεγάλα σακιά γεμάτα ελιές. Κοιτάει τα δέντρα, άδεια από καρπό! Μπαίνοντας σπίτι, παραξενεμένος, βλέπει φωτισμένο το μπάνιο, κοιτάζει και τη βρύση θεόκλειστη, ούτε σταγόνα. Τρελάθηκε! Στην κουζίνα η γυναίκα του μαγείρευε, ψιλοτραγουδώντας.
   - Ρε γυναίκα, πως φτιάχτηκαν όλ’ αυτά, ποιος μάζεψε τις ελιές;
   - Α, να τίποτα, ο Ρενάτο, ο Σικελός!.
   - Και ποιός είναι αυτός ο Ρενάτο ο Σικελός;
   - Α, να αυτός ο γεροδεμένος υπάλληλος του μπακάλη. Καλό παιδί, πρόθυμο και πιάνουν τα χέρια του. Σήμερα είχε ρεπό, τον φώναξα και μου τα έφτιαξε όλα! Μάζεψε και τις ελιές. Αλήθεια να τις πάμε αύριο στο λιοτρίβι.
   - Καλά, και πόσα σου πήρε γιά όλα!
   - Α’, τίποτα. Μου είπε μόνο. «Κυρά Γκρατσιέλα, είσαι παλιά γνωστή, φίλη και από φίλους δεν παίρνω ποτέ λεφτά. Θέλω μόνο να τηρήσουμε το παλιό σιτσιλιάνικο έθιμο. Ποιό έθιμο τον ρωτάω. Να, μου λέει, ή μου φτιάχνεις ένα κέικ σοκολάτας, ή…. μου παίρνεις μία πίπα!»
   - Τι λες, μωρή, και συ τι έκανες; Ούρλιαξε ο άντρας!
   - Άκου να σου πω, γιά ποιά με πέρασες εμένα; (ο σύζυγος άρχισε να κατεβάζει στροφές, ικανοποιημένος). Ποιά είμαι εγώ που θα χαλάσω ένα έθιμο αιώνων; Ποιά είμαι εγώ, ε’! Ποιά είμαι εγώ; Τόσα χρόνια παντρεμένοι, με είδες ποτέ να φτιάχνω κέικ σοκολάτας; Με είδες ποτέ;

   Επιμύθιον και ηθικό δίδαγμα:    Αν δεν τα καταφέρνετε στις μικροεπισκευές του σπιτιού, αν τις βαριέστε και αν σας κουράζει το μάζεμα της ελιάς, φροντίστε, τουλάχιστον, να μάθετε τη γυναίκα σας να φτιάχνει κέικ σοκολάτας!
   Si non e vero e ben trovato! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου