Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Ολυμπιακοί Αγώνες 2024


Γιά το μεγαλειώδες –κατ΄εμέ- θέαμα που παρακολουθήσαμε χθες στο Παρίσι, νομίζω δεν χωρεί κριτική του τύπου... «μου άρεσε, δεν μου άρεσε». Απλά ευγνωμονώ τον Ύψιστο που με αξίωσε να βιώσω το σημαντικότερο, ίσως, και εντυπωσιακότερο θέαμα της ζωής μου.
Πατώντας στα χνάρια των τριών κλασσικών ιδεωδών της Γαλλικής Επαναστάσεως, (Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης), συμπλήρωσε με δύο ακόμη, που απέκτησαν σήμερα πρωταρχική αναγκαιότητα και άμεση προτεραιότητα. Αυτά της Αγάπης και της Ειρήνης.
Ως αθεράπευτος λάτρης του ιδεαλισμού και του ονείρου, άρα και της ουτοπίας, μηρύκασα γιά αρκετές ώρες όσα είδα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τα αγωνιώδη πανανθρώπινα μηνύματα που ανακάλυψα υποκρυπτόμενα σε μικρές, σύντομες, καλοστημένες σκηνές, που σε πρώτο χρόνο διαλανθάνουν της προσοχής.
Επ΄ ευκαιρία αυτού του χθεσινού μεγάλου γεγονότος θέλω να αναρτήσω, κάτι σαν μικρή φωτεινή πινελιά στα μούτρα ενός κακού, σκοτεινού και άσχημου Κόσμου. Διαλέγω, λοιπόν, ένα μικρό θεατρικό σκετς ενός... «φίλου» μου.
ΠΑΤΡΙΔΑ - ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Σκηνή Α:
Σκηνικό: Δωμάτιο αστικού σπιτιού. Ριντώ στο βάθος. Γραφείο με σκόρπια βιβλία απάνω έναν P/C, μικρός καναπές και δύο καρέκλες. Ο Νίκος διαβάζει ένα βιβλίο. Πότε καγχάζει, πότε κουνάει το κεφάλι μελαγχολικά. Μπαίνει ο Πατέρας.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: -Τί διαβάζεις Νικολάκη;
-ΝΙΚΟΣ: - Τίποτα, τίποτα, να κάτι που βάζει τα πράγματα στη θέση τους και ξεκαθαρίζει μερικές πατριδοκαπηλικές κουταμάρες που μας σερβίρουν στο σχολείο. Όλες αυτές τις ανοησίες που σας παραμύθιαζαν επί χρόνια και σας «ξέπλεναν» τα μυαλά.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Μα τί λές βρε παιδάκι μου, τί κουταμάρες είναι αυτά που λες; Γιά ποιά παραμύθια μιλάς;
-ΝΙΚΟΣ: - Εγώ λέω κουταμάρες ή αυτοί που γιά χρόνια σαν πότιζαν αφιόνι γιά πατρίδες, θρησκείες και οικογένειες. Γιά να σας ντοπάρουν, να σας κουμαντάρουν, να σας κάνουν όργανα των επιδιώξεών τους.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Πάψε. Ποιός ανόητος σου τα ’μαθε αυτά; Τέτοια σας διδάσκουν στο σχολείο;
-ΝΙΚΟΣ: - Όχι, εκεί δεν μας λένε τίποτα. Ίσα-ίσα, το ανάποδο. Η προπαγάνδα μας τα κρύβει. Αν περίμενα από το σχολείο, σκέτο τούβλο θα έμενα όπως έμειναν κι οι γενιές σας.
(Ο πατέρας πλησιάζει και παίρνει το βιβλίο που διαβάζει ο Νίκος, στα χέρια του)
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Γιά να δω βρε παιδάκι μου, τί διαβάζεις. Α, χά…. Φαλλμεράγιερ! Πού το βρήκες αυτό πάλι. Εκείνος ο μαλλιάς ο Σωτήρης θα στο πάσαρε. Ο μηδενιστής, ο ανάρχας, ο άχρηστος…
-ΝΙΚΟΣ: - Δεν είναι καθόλου άχρηστος. Κι αν θες να μάθεις είναι πολύ πιό σκεπτόμενος και πιό προβληματισμένος απ’ όλους μας στην τάξη. Απλά ο Σωτήρης δεν μασάει στα φούμαρα που μας πιπιλίζουν γιά χρόνια τ’ αυτιά οι επιτήδειοι. Άκου λέει… πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια… Σας ντοπάριζαν επί αιώνες με είδωλα και με ψευδαισθήσεις γιά να σας ναρκώνουν κολακεύοντας τον εθνικισμό σας. Γιά να στρέφουν τον ένα κατά του άλλου, ανάλογα με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών. Δεν υπάρχουν πατρίδες πατέρα. Πατρίδα και μάνα μας είναι ολάκερη η Γή. Αυτή μας γεννά κι αυτή μας τρέφει όλους. Άσπρους, μαύρους, κίτρινους, κόκκινους. Θέμα τύχης το πού θα γεννηθείς. Όπου σε σπείρει ο πατέρας σου, όπου ριζώσεις και όπου αναπτυχθείς.
Εμείς κοκορευόμαστε γιά τη ράτσα μας κι όμως, όπως γράφει ο ιστορικός Φαλλμεράγιερ που μελέτησε τον χώρο, η Ελλάδα είναι απλά ένας τόπος, όπως όλοι. Από δω πέρασα, διαχρονικά, του κόσμου οι φυλές που ζυμώθηκαν κι ανακατεύθηκαν με τους εκάστοτε ντόπιους κι έβγαλαν ό, τι… έβγαλαν. Γιά όλους ο τόπος υπήρξε πατρίδα. Μέχρι κάποιοι να μετακινηθούν και πάνε σε μιάν άλλη… πατρίδα, ενώ κάποιοι άλλοι να μείνουν, να ριζώσουν, να ανακατευτούν με τους ντόπιους και ν’ αφομοιωθούν. Έτσι στον όρο «πατρίδα» τί μένει; Το μέρος που γεννήθηκες και που, αν πρέπει να μετακινηθείς γιά κάποιο λόγο, μετακινείται κι αυτός, θαυμάσια, μαζί σου. Δεν θυμάσαι πατέρα που ο θείος Ανέστης, όταν ήταν να πάει στην Αυστραλία, μας έλεγε: «Όπου γης και πατρίς». Και τώρα ζει μιά χαρά αποκατεστημένος στη
Μελβούρνη. Τέσσερα ρεστοράν έχει εκεί! Η Αυστραλία είναι λοιπόν η πατρίδα γι’ αυτόν.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: -Γιέ μου σύνελθε! Μάλλον δεν θα διαβάζεις αρκετά
Ιστορία. Ίσως θα πρέπει να μιλήσω με τον Διευθυντή σου.
ΑΥΛΑΙΑ
Σκηνή Β΄:
Σκηνικό: Τάξη σχολείου. Ριντώ στο βάθος, μερικά θρανία. Ώρα διαλείμματος στη τάξη. Νίκος, Καρολίνα και 2-3 παιδιά κάθονται χύμα και συζητούν. Ο Σαμίρ μπαίνει κρατώντας μία εφημερίδα, κάθεται στο τελευταίο θρανίο και διαβάζει περίλυπος. Ο Νίκος τον πλησιάζει.
-ΝΙΚΟΣ: - Γειά σου ρε Σαμίρ. Γιατί τόσο σκοτεινός σήμερα; Πέσανε τα καράβια σου έξω;
-ΣΑΜΙΡ:….
-ΝΙΚΟΣ: - Λέγε ρε. Τί σου συμβαίνει κι είσαι σαν Επιτάφιος; Τί διαβάζεις εκεί;
-ΣΑΜΙΡ: - Καλά που βρίσκεστε εσείς; Σε ποιόν κόσμο ζείτε; Χαμπάρι δεν πήρατε τί συμβαίνει γύρω σας;
(Όλοι σταματούν τις συζητήσεις και στρέφονται με ανήσυχη περιέργεια προς τον Σαμίρ).
-ΝΙΚΟΣ (Αιφνιδιασμένος και ανήσυχος, ρωτάει συνεσταλμένα): Συγγνώμη ρε Σαμίρ, αλλά δεν ξέρω. Τί έγινε πάλι;
-ΣΑΜΙΡ: - Δεν άκουσες ειδήσεις, δεν διάβασες εφημερίδες; Εδώ χαλάει ο κόσμος κι εσείς… δεν τρέχει τίποτε; Ωραίοι είσαστε, μα την αλήθεια. Χορτάτοι, ευτυχείς κι αμέριμνοι!
-ΝΙΚΟΣ: - Έλα, άστα αυτά τώρα και πες μου τί τρέχει. Δεν παρακολουθώ τηλεόραση, δεν διαβάζω εφημερίδες. Παραφράζω τον Καζαντζάκη: «Είμαι λέφτερος!». Λέγε τώρα!
-ΣΑΜΙΡ: - Τί είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα. Οι Ισραηλινοί ξαναμπουκάρανε στη Γάζα. Έγινε χαμός. Μέχρι τώρα μετράμε 36 σκοτωμένους δικούς μας και πάνω από εκατό τραυματίες. Τα νοσοκομεία γέμισαν, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους πάλι.
-ΝΙΚΟΣ: - Και πώς έγινε αυτό; Στα καλά καθούμενα; Δεν μπορεί, θα τους τσιγκλίσατε κι εσείς όμως. Φαντάζομαι δηλαδή…
-ΣΑΜΙΡ: - Να μη φαντάζεσαι τίποτα. Εσύ δεν ξέρεις και δεν μπορείς να καταλάβεις.
-ΝΙΚΟΣ: - Γιατί δεν μπορώ; Δεν είμαι βλάκας. Μιά χαρά μπορώ!
-ΣΑΜΙΡ: - Έλα δω, λοιπόν…
(Ο Σαμίρ σηκώνεται, τον πιάνει από το χέρι και τον οδηγεί στην άκρη του ριντώ, σαν να βλέπουν από παράθυρο έξω. Ο Σαμίρ δείχνει έξω από το παράθυρο).
-ΣΑΜΙΡ: - Φίλε μου Νικόλα. Κοίτα εκεί τον Υμηττό δεξιά και την Πάρνηθα στ’ αριστερά. Αυτά τα βουνά είναι δικά σου. Είναι οικείος τόπος σου κι ας μην το καταλαβαίνεις. Κι ας μην το εκτιμάς. Τα περπατάς στις βόλτες σου, σε ξεδιψούν οι πηγές τους, σε χορταίνουν οι ταβέρνες τους. Όποτε σου γουστάρει τα περπατάς κι ανασαίνεις το οξυγόνο τους. Και όχι μόνο αυτά. Όποτε θέλεις ξεκινάς από το σπίτι, τη φωλιά σου, και ξένοιαστος και ασφαλής κυκλοφορείς στην επικράτεια της χώρας σου άνετος κι αμέριμνος. Κανείς δεν σ’ εμποδίζει, κανείς δεν σ’ ενοχλεί και κανείς δεν σου ζητάει… «χαρτιά» και ταυτότητες γιά να περάσεις μπλόκα και συρματοπλέγματα, που κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκεις στημένα μπροστά σου και σε κάνουν να μη καταλαβαίνεις πού πατάς και πού βρίσκεσαι. Όμως γιά να γίνουν όλα αυτά, γιά να σας κατακυρωθούν αυτοί οι χώροι που εσύ και δικοί σου απολαμβάνετε χωρίς να προβληματίζεστε και χωρίς, πολλές φορές, να εκτιμάτε, χιλιάδες πρόγονοί σου έχυσαν το αίμα τους και έδωσαν τη ζωή τους. Τέτοιους χώρους εμείς δεν έχουμε εκεί κάτω, Νικόλα μου. Λίγες σπιθαμές γης παλεύουμε να εξασφαλίσουμε γιά να περηφανευτούμε και μεις κάποτε πως αποκτήσαμε… πατρίδα. Εμείς οι πεινασμένοι που λαχταρούμε κι εσείς οι χορτάτοι που δεν εκτιμάτε.
(Ο Σαμίρ σταματά, σκέφτεται λίγο σιωπηλός και συνεχίζει, κοιτώντας στα μάτια τον Νίκο).
-Αν οι παππούδες σου φίλε μου δεν έδιναν σώμα και ψυχή στα βουνά της Αλβανίας κι αν οι πιό μακρινοί σου πρόγονοι με το χατζάρι στο ένα χέρι και το παιδί τους στο άλλο δεν έκαναν παλικαρίσια γιούρια απ’ το Μεσολόγγι, σήμερα θα είχατε Γάζες και Ραμάλες, μόνο που αυτές θα λέγονταν Εκάλες και Βουλιαγμένες! Αλλά -πίστεψέ με- δεν θα έμοιαζαν καθόλου με αυτά τα όμορφα προάστια που δείχνουν τώρα. Ρημαγμένα κουφάρια και χαλάσματα θα ήσαν.
Φίλε Νικόλα, ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον καταλαβαίνει και αλλιώς τον συμπονά. Επιφανειακά κι επιπόλαια. Του ρίχνει μιά ματιά οίκτου κι ένα κομμάτι ψωμί και μετά γυρίζει στη ζεστασιά του σπιτιού του. Στη βολή, την ανία και την... αμφισβήτηση. Έτσι κι εσύ, μαζί με όσους ένας δικός σας ποιητής χαρακτηρίζει... «δειλούς, μοιραίους και άβουλους» κλείνεστε ευτυχείς και ήρεμοι στο καβούκι της άγνοιας και της αφέλειας. Ανικανοποίητοι, διαμαρτυρόμενοι και... αχάριστοι στον Πλάστη που σας έδωσε την άνετη ζωή, μέσα στη σιγουριά μιάς πατρίδας. Σου εύχομαι ολόψυχα να μην αξιωθείς την κατάρα του Θεού γιά την αχαριστία που δείχνετε, όλοι εσείς οι καλοβολεμένοι κι επαναστατημένοι. Όχι τίποτε άλλο, γιατί αν σας καταραστεί να πληρώσετε, θα χάσουμε κι εμείς το αποκούμπι μας. Τη δεύτερη μάνα, τη θετή, που μας άνοιξε μιά στοργική αγκαλιά και μας πρόσφερε καταφύγιο, ζεστασιά και μιά υποκατάστατη πατρίδα.
(Χτυπάει το κουδούνι, μπαίνουν μερικοί μαθητές. Το μάθημα, υποτίθεται θ’ αρχίσει).
ΑΥΛΑΙΑ
Σκηνή Γ΄:
Σκηνικό ίδιο: Χτυπάει κουδούνι γιά διάλειμμα, όλοι φεύγουν πλην της Καρολίνας, η οποία κάθεται στη θέση της, βγάζει από τη σάκα ένα γράμμα. Το διαβάζει και σιγοκλαίει. Ο Νίκος την παρατηρεί καθώς φεύγει και αναστατωμένος από το κλάμα της γυρίζει και την αγκαλιάζει στοργικά.
-ΝΙΚΟΣ: - Καρολίνα μου τί τρέχεις; Γιατί κλαις;
-ΚΑΡΟΛΙΝΑ: - Η αδελφή μου, Νίκο. Η αδελφή μου, η Μιρέλλα, η μικρή μου Μιρέλλα...
-ΝΙΚΟΣ: - Τί έγινε με τη Μιρέλλα; Έπαθε τίποτα κακό η αδελφή σου;
-ΚΑΡΟΛΙΝΑ: -Την απήγαγαν Νίκο από το χωριό μου, το Τσίμποκ. Μπήκαν στα σχολεία αντάρτες της Μπόκο Χαράμ και όσες μαθήτριες ήσαν χριστιανές τις πήραν και χάθηκαν. Η μάνα μου γράφει πως δυό μήνες είχε να μάθει κάτι γι’ αυτήν. Κάποια κορίτσια που κατάφεραν να το σκάσουν ανέφεραν πως οι ισλαμιστές της Χαράμ τις βασανίζουν, τις βιάζουν και κάποιες τις σκότωσαν ήδη. Θέλουν να τις εξισλαμίσουν με το ζόρι και μετά να τις πουλήσουν σκλάβες στο Τσαντ. Αυτές της έφεραν το μαντάτο...
-ΝΙΚΟΣ (σχεδόν μονολογώντας, χαμηλόφωνα):- Καλά βρε παιδάκι μου, τόσοι σκοτωμοί, τόση βία, τέτοιος φανατισμός γιά τη διάκριση του Θεού σε θρησκείες. Στο κάτω, κάτω, ένας είναι ο Δημιουργός-Θεός και μάλιστα απρόσωπος, αφανής κι απόμακρος... Γιατί αυτή η μανία των μεν και η προσκόλληση των δε σε διαφορετικά στρατόπεδα... Ποτέ μου δεν κατάλαβα...
-ΚΑΡΟΛΙΝΑ:- Πώς να καταλάβεις Νίκο μου, πώς να καταλάβεις εσύ. Ζεις μέσα στην άνεση, την καλοπέραση και την σιγουριά που σου προσφέρει η καταναλωτική σου κοινωνία και η προστασία των δικών σου. Απομακρυσμένοι από τον Θεό, δεν χρειάστηκε ποτέ να ικετεύσεις με ζέση γιά κάτι απλό, που όμως ποθεί η ψυχή σου και δεν μπορεί ν’ αποκτήσει. Στη θαλπωρή του σπιτιού σου δεν ένοιωσες ποτέ έλλειψη και την ανάγκη να σηκώσεις τα μάτια σου στον ουρανό, να μιλήσεις με τον Πλάστη και να ζεστάνεις τη ψυχή σου από τη ζέστη Του. Να ζητήσεις γιατρειά γιά το σώμα σου, ελπίδα γιά την ψυχή σου και συγχώρεση γιά τα αμαρτήματά σου. Χορτάτοι και πολυάσχολοι νομίζετε πως το χρήμα κι η τεχνολογία σας καλύπτουν και σας εξασφαλίζουν. Γι’ αυτό, όλοι σας, έχετε απομακρυνθεί από τον δρόμο του Θεού και τις εντολές Του κι έτσι χάνετε την επαφή μαζί Του. Όμως εμείς, στο φτωχικό μας χωριουδάκι ζούμε μαζί με τον Θεό. Κάτω από την σκέπη Του και τη ζεστασιά της αγκαλιάς Του. Απλοί σαν τον Γιό Του που τον έστειλε να θυσιαστεί για χάρη μας. Τον Θεό τον νοιώθουμε καθημερινά δίπλα μας. Τον αγγίζουμε και μας αγγίζει. Τον βλέπουμε καθαρά μέσα από τη σοφή Δημιουργία Του. Αυτόν τον Θεό, που μας γνώρισαν οι γονείς μας κι οι παππούδες μας. Είναι ο Θεός των προγόνων μας που τον πιστεύουμε ως τον μοναδικό αληθινό Θεό. Έναν Θεό που εμείς δεν μπορούμε, ούτε να παραβλέψουμε, ούτε ν’ απαρνηθούμε. Είναι κομμάτι της ψυχής μας που δεν μπορεί να ξεχωρίσει απ’ αυτήν, Αυτός την προστατεύει. Αυτός την εξουσιάζει και μ’ Αυτόν θα ενωθεί όταν μας καλέσει να φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο.
-ΝΙΚΟΣ: (κουνάει σκεφτικός το κεφάλι).... -Τελικά με τη Μιρέλλα τί έγινε;
-ΚΑΡΟΛΙΝΑ (ξεσπάει σε λυγμούς): - Την βίασαν, την βασάνισαν και την σταύρωσαν στη μέση του στρατοπέδου τους...
(Ο Νίκος αγκαλιάζει την Καρολίνα.... ενώ μπαίνει φουριόζικα ένας μαθητής και ρωτάει λαχανιασμένος):
-ΜΑΘΗΤΗΣ: - Ο Χατίφ, πού είναι ο Χατίφ;
-ΝΙΚΟΣ: - Κάπου εδώ ήταν. Τί τον θέλεις;
-ΜΑΘΗΤΗΣ: - Τον ζητάει η μητέρα του. Είναι στο γραφείο του Διευθυντή. Κλαίει. Ο πατέρας του κι η αδελφή του πνίγηκαν χθες καθώς έρχονταν. Η βάρκα τους βούλιαξε, τα πτώματά τους τα βρήκαν χθες στη Μυτιλήνη και πρέπει να πάει κάποιος, επειγόντως, γιά την αναγνώριση.
ΑΥΛΑΙΑ
Σκηνή Δ΄:
Σκηνικό όπως στην Α΄ σκηνή: Συζητούν καθισμένοι η μητέρα του Χατίφ Φαρίντα κι ο πατέρας του Νίκου.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Τα θερμά μου συλλυπητήρια κυρία. Συναισθάνομαι την τραγωδία σας, νοιώθω συγκλονισμένος και θα ήθελα πολύ να κάνω κάτι γιά σας. Ό, τι περνάει απ’ το χέρι μου.
-ΦΑΡΙΝΤΑ: - Σας ευχαριστώ κύριε Ευλάμπιε, σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Ξέρω πως ο γιός σας είναι ο καλύτερος φίλος του Νίκου, σχεδόν αδελφός, και θέλω, πραγματικά, να σας βοηθήσω
ουσιαστικά. Δηλαδή ο Νίκος το θέλει πιο πολύ κι εγώ, απλά, δεν του χαλάω χατίρι.
-ΦΑΡΙΝΤΑ: - Ακούστε με κύριε. Εγώ με τον Χατίφ φύγαμε πέρυσι από τη Συρία. Μας έστειλε ο άντρας μου γιά να γλυτώσουμε. Η πόλη μας κινδύνευε από τους μαχητές του ISIS, κι εμείς σαν χριστιανοί κινδυνεύαμε περισσότερο. Τις γυναίκες τις βίαζαν και τις πουλούσαν σκλάβες, όσο γιά τους άντρες τους ξέκαναν επί τόπου. Η οικογένειά μας ήταν πολύ δεμένη κύριε Ευλάμπιε. Όμως η ανάγκη της επιβίωσης την διέλυσε. Πέρυσι φύγαμε εγώ με τον Χατίφ κι ο άντρας που έμεινε πίσω με τη μικρή μας κόρη, που δεν κινδύνευε γιατί ήταν πολύ μικρή. Βολευτήκαμε σε κάποιο μακρινό συγγενή και περίμενα και τους άλλους να ’ρθουν και όλοι μαζί να φύγουμε για Καναδά. Ο παλιός συνεταίρος μας είναι από χρόνια εγκατεστημένος εκεί και μας υποσχέθηκε υποστήριξη. Θα ήταν πολύ μεγάλη βοήθεια αν μου βρίσκατε κάποια δουλειά, λίγο πιό ξεκούραστη και ανάλογη με τα προσόντα μου.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Πώς ζούσατε όλον αυτόν τον καιρό, κυρία Φαρίντα;
-ΦΑΡΙΝΤΑ: - Πώς να ζήσουμε κύριε. Φτωχά, πάρα πολύ φτωχά. Κάτοχος μάστερ στη διοίκηση επιχειρήσεων εγώ, είχαμε με τον άντρα μου μιά μικρή αλυσίδα σούπερ μάρκετ, που ο πόλεμος την κατέστρεψε. Αφήσαμε πίσω άνετη ζωή κι αναγκάστηκα να δουλεύω εδώ σε συνεργείο καθαρισμού κτιρίων. Κούραση πολλή και μόλις που τα βγάζω πέρα. Περίμενα τον άντρα μου, που έμεινε πίσω γιά να γλυτώσει και ρευστοποιήσει ό, τι μπορούσε από την περιουσία μας, και μόλις θα ερχόταν -φέρνοντας και κάποια δολάρια- θα σμίγαμε πάλι σαν οικογένεια και θα πηγαίναμε ν’ αρχίσουμε νέα ζωή σ’ έναν ήσυχο τόπο. Χωρίς πολέμους και βία. Όμως η τύχη βλέπετε... Τώρα να δούμε πώς και αν θα μπορέσω να πάω με τον Χατίφ στον Καναδά...
-ΠΑΤΕΡΑΣ: (μετά από σκέψη) - Ακούστε κυρία Φαρίντα, δεν χρειάζεται να πάτε πουθενά. Ο Νίκος αγαπάει πολύ τον Χατίφ κι απ’ όσα μου έχει πει γι’ αυτόν είχα αρχίσει να τον συμπαθώ κι εγώ. Το διπλανό μου δυάρι ξενοικιάζεται σε δέκα μέρες. Έχω βάλει αγγελία γιά να το ξανανοικιάσω, αλλά θα την βγάλω. Θα σας το δώσω δωρεάν και θα μετακομίσετε εδώ. Όσο γιά δουλειά, μπορείτε να πιάσετε αμέσως, αν θέλετε, στο λογιστήριο της εταιρείας μου. Γιά το αντικείμενο θα σας ενημερώσει ο λογιστής μου. Γιά τα προσόντα σας αυτό θα είναι παιχνιδάκι. Κι όταν σας περισσεύει χρόνος, θα μπορείτε να βάλετε λίγη τάξη και στο δικό μου σπίτι. Από τότε που «έχασα» τη γυναίκα μου, μεριά εγώ με τη δουλειά, μεριά ο Νικολάκης με την ατσαλιά, το καταντήσαμε αχούρι. Και τις Κυριακές το μεσημέρι θα μπορούμε να μαζευόμαστε γύρω από το τραπέζι. Ας πούμε σαν... οικογένεια. Από χρόνια έχω χάσει αυτή την αίσθηση και μου λείπει πολύ. Τώρα που λείπει κι από σας, νομίζω πως είναι καιρός να την ξαναστήσουμε. Τί θα λέγατε;
-ΦΑΡΙΝΤΑ: (Κλαίγοντας μ’ αναφιλητά) - Ο Θεός… ο Θεός να σας το ανταποδώσει κύριε. Ο Θεός...
(Μπαίνουν ο Νίκος με τον Χατίφ, που προφανώς κρυφάκουγαν έξω από το δωμάτιο. Ο Χατίφ αγκαλιάζει και παρηγορεί τη μητέρα του)
-ΝΙΚΟΣ: - Ε΄ τί γίνεται εδώ; Γιατί κλαίει η κυρία Φαρίντα; Πατέρα τί της έκανες, τί της είπες που την πείραξε;
-ΠΑΤΕΡΑΣ: -Τίποτα γιέ μου, τίποτα. Μάλλον συγκινήθηκε. Ρώτα την ίδια αν δεν με πιστεύεις;
-ΦΑΡΙΝΤΑ: - Πράγματι παιδί μου, αλίμονο. Ο πατέρας σου είναι ένας άγγελος και οι άγγελοι δεν βλάπτουν, μόνο καλό μπορούν να κάνουν.
-ΠΑΤΕΡΑΣ: - Αλήθεια Νικολάκη, γιά εκείνη τη συζήτηση που είχαμε προ ημερών, γιά εκείνον τον... πες μου πώς τον λέγανε, α΄, ναι τον Φαλμεράγιερ, σου έχω μιάν απάντηση από τον Παπαρρηγόπουλο. Έβαλα σελιδοδείκτη στη σχετική σελίδα...
(Ο Πατέρας κινείται προς το γραφείο γιά να πάρει ένα βιβλίο που βρίσκεται απάνω)
-ΝΙΚΟΣ: - Δεν πειράζει, πατέρα. Δεν χρειάζεται... Κατάλαβα μόνος μου. Καμιά φορά η προσωπική εμπειρία σου δίνει μεγαλύτερη πείρα από έναν τόμο ολόκληρο.
ΑΥΛΑΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου