Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Με το γύρισμα του χρόνου...


 ... και το στριφογύρισμα του μυαλού.


Αποτέλεσμα εικόνας για θανατος Γεωργ. Μουστακα

  Γωνία Ακαδημίας και Ιπποκράτους, ανεβαίνοντας δεξιά, υπήρχε ένα νεοκλασικό διαμαντάκι. Το σπίτι των Βερναρδάκηδων. Την πρώτη κακοποίηση την έκαναν μόνοι τους. Διαμόρφωσαν στην επί της Ακαδημίας πρόσοψη τρία ημιυπόγεια καταστήματα. Στη γωνία το παπουτσίδικο του Μήτσου του Ροζάνη -βαρύμαγκα Μεταξουργιώτη-  δίπλα το βιβλιοπωλείο του Χαρίδημου Παπαδημητρόπουλου -πατέρα μου- και τέλος το βενζινάδικο του Τάσου Αναστασόπουλου.
   Σήμερα το παλιό νεοκλασικό αντικατεστάθη -στην τελεσίδικη κακοποίησή του-  από μιά αντιαισθητική πολυκατοικία. H οικογένεια των Βερναρδάκηδων, παλιά κι αρχοντική, επί των  ημερών μου, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’50 που θυμάμαι, ζούσε στον πάνω όροφο και απαρτιζόταν από ένα αρσενικό ραμολί, το οποίον ίσα που σερνόταν -τον θυμάμαι όταν τον άφηνε κάποιο ταξί στη γωνία και προσπαθούσε να πάει σπίτι του και όταν τον έβλεπα έτρεχα και τον υποβάσταζα, γιατί πολύ αμφέβαλα αν θα τα κατάφερνε μόνος του. Νομίζω λεγόταν Αθανάσιος και πλαισιωνόταν από κάμποσες αδελφές, όλες γεροντοκόρες, με ονόματα μουσών. Ευτέρπη, Κλειώ, Μελπομένη... τέτοια!

   Όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου, (30-8-1957),  γιά κάποιο μεγάλο διάστημα που κρατούσα το βιβλιοπωλείο, τους πήγαινα το ενοίκιο. Μου άνοιγε πάντα η Μελπομένη -Μέλπω, τη θυμάμαι- κι έμπαινα σ’ ένα επιβλητικό αλλά καταθλιπτικό σπίτι. Σκοτεινό, μισοφωτισμένο, με θεόκλειστα παράθυρα και σκουρόχρωμους τοίχους, που μύριζε μούχλα και... παρθενία! Ήταν τόσο σκοτεινό και βαρύ, που το μάτι μου, ανήσυχο, γύριζε εδώ κι εκεί -καθώς η «δεσποινίς» Μέλπω μου έγραφε την απόδειξη-  μπας και πεταχτεί από καμιά σκοτεινή κάμαρα... κανένα φάντασμα, μου κάνει... μπούουου και με χάψει! Το σαλόνι ήταν γεμάτο μεγάλους πίνακες, Γύζηδες, Λύτρες, Βολανάκηδες, τέτοια -όπως έμαθα αργότερα, γιατί μικρός ήμουν τούβλο και δεν σκάμπαζα από ζωγραφική. Όμως εκείνο που με εντυπωσίαζε πιό πολύ ήταν κάτι τεράστιες βιβλιοθήκες -μέχρι το ταβάνι του ψηλοτάβανου αρχοντικού- τίγκα στους δερματόδετους τόμους! Η "δις Μέλπω", γλυκομίλητη μεν αλλά αυστηρή ποτέ δεν με κέρασε ούτε ένα σοκολατάκι, όμως κάθε φορά που με έβλεπε μου ζητούσε να με... υιοθετήσει!!! Κι εγώ ο βλάξ αρνιόμουν πάντα! Το γιατί υπήρξα βλάξ -με περικεφαλαία μάλιστα- το κατάλαβα αργότερα, όταν ήταν πλέον... πολύ αργά.

   Τώρα γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Αριστερά από την είσοδο του αρχοντικού, επί της οδού Ιπποκράτους, υπήρχε άλλο ένα μικρό ημιυπόγειο μαγαζάκι, ένα παιχνιδάδικο, που αποτελούσε το σπίτι των ονείρων μου όταν -εντελώς μπόμπιρας, περίπου στα 4 με 5- τύχαινε να βρεθώ στο βιβλιοπωλείο του πατέρα. Τότε, την κοπανούσα -οι εποχές δεν εγκυμονούσαν ανασφάλεια-  και, πού μ’ έχανες, πού μ’ εύρισκες, χωνόμουν σ’ αυτό το υπογειάκι και... χανόμουν στη μαγεία του! Το είχε μία συμπαθέστατη γριούλα με το γιό της, που θυμάμαι καλά λεγόταν Μουστάκα.

   Ο κόσμος, τελικά, είναι μικρός και η Αθήνα ακόμη μικρότερη. Ιδίως εκείνη την εποχή, που διασταύρωνες σε λίγα τετράγωνα όλες τις τότε διασημότητες. (Ενδεικτικά αναφέρω -στα τέλη της δεκαετίας του ΄50- πως έβλεπα, συχνά, πυκνά, τον Ωνάση να παίζει μονά-ζυγά μ’ έναν φιστικά στο πεζοδρόμιο, στην αρχή της Ιπποκράτους, μπροστά στη στοά του Ακροπόλ, όπου είχε τότε τα γραφεία του, ή τον ποιητή Νίκο Καββαδία να διηγείται ναυτικές ιστορίες στο βιβλιοπωλείο του Θανάση Καραβία, στην απέναντι γωνία του δικού μας).  Έτσι, χθες που ανακοινώθηκε ο θάνατος του Γεωργίου Μουστάκα, διαπρεπούς μεγαλοεπιχειρηματία και κατασκευαστή παιχνιδιών, δεν θεωρώ καθόλου παράξενο ο εκλιπών να ήταν ο νεαρός γιός εκείνης της γριούλας των παιδικών μου ονείρων.

  Αν κάποιος διαβάζοντας αυτές τις γραμμές και τυχαίως γνωρίζει σχετικά ας με ενημερώσει. Γιατί αν όντως είναι αυτός που γνώρισα μικρός σ’ εκείνο το πολύχρωμο μικρό ημιυπόγειο, πολύ θα συγκινηθώ. Ούτως ή άλλως, τώρα τελευταία πολλές συγκινήσεις μου έρχονται κατακούτελα απ’ το απώτατο παρελθόν... Θα την αντέξω κι αυτήν. Και η παρούσα ανάρτηση ας θεωρηθεί ένα μικρό μνημόσυνο γιά εκείνον.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου